Με τον Μάνο Ελευθερίου είμαστε σχεδόν συνομήλικοι και πρωτοσυναντηθήκαμε όταν εγώ κατέβηκα από την επαρχία μου στην Αθήνα για σπουδές. Ο Μάνος ανήκε σε μια παρέα ευαίσθητων και προβληματισμένων νέων εκείνης της πυρίκαυστης εποχής. Αφετηρία το Γυμνάσιο Χαλανδρίου. Δεν έχω την άδειά του να κοινοποιήσω τα ονόματά τους (μερικοί πλέον συνομιλούν με τον Μάνο στους χειμώνες τ’ ουρανού), αλλά είναι σημαντικά πρόσωπα της πνευματικής μας αγοράς ιδεών, δικηγόροι, ποιητές, κοινωνιολόγοι, συγγραφείς επιστημονικών και ιδεολογικών δοκιμίων. Για μια περίοδο είχαν ως πνευματικό φάρο τον Μανόλη Λαμπρίδη και έχουν πλουτίσει την περιοδική μας παράδοση με την έκδοση «Σημειώσεις» που κυκλοφορούσε όποτε υπήρχε αξιόλογη ύλη που εξέφραζε τις απόψεις τους. Κατά καιρούς η ομάδα καλούσε και συζητούσε τα μεγάλα προβλήματα του ανθρώπου με τον Κορνήλιο Καστοριάδη.

Από έναν τέτοιο πυρήνα προερχόταν η προίκα του Ελευθερίου που συμπορευόταν και με την ταλαντούχα ηθοποιό και κυρίως ποιήτρια Αγγελική Ελευθερίου, μακαρίτισσα κι αυτή, που υπήρξε σύζυγος του Γιώργου Σκούρτη.

Αν αναφέρω αυτές τις συγγένειες, αίματος και πνεύματος, είναι διότι φωτίζουν μιαν ολόκληρη εποχή που δυστυχώς στα μίζερα χρόνια μας δεν βρήκε συνεχιστές. Εποχή ζυμώσεων, ανατροπών, πολιτικών και πολιτισμικών κινημάτων και θεωρητικών αλλά μορφολογικών επαναστάσεων. Εποχή του Μπρεχτ, του Σαρτρ, του Καμί, του Λακάν, του Μπαρτ, του Μπέκετ και της νέας εισβολής του Τζόις και του νεοφροϊδισμού στη ζωή του πνεύματος. Από την άλλη ο Καστοριάδης, ο Παπαϊωάννου, ο Ξενάκης, ο Αξελός, ο Σβορώνος, οι Ελληνες του Παρισιού έγιναν σηματωροί μιας γενιάς που βγαίνοντας από τον Εμφύλιο ως έφηβοι αναζητούσαν σωσίβια.

Ο Μάνος Ελευθερίου συμπλέει με τους ταλαντούχους αυτής της ευρείας παρέας. Σπούδασε θέατρο, αλλά δεν ακολούθησε το επάγγελμα. Η αγάπη του για τα κείμενα και τα πρόσωπα της ελληνικής πνευματικής διαχρονίας τον ώθησαν να γίνει εραστής και συλλέκτης σπάνιων χειρογράφων από τον Διονύσιο Σολωμό έως τους σημαντικούς συγγραφείς και επιστήμονες της σημερινής Ελλάδος. Συχνά εκλιπαρούσε από τους δημιουργούς να τον προικίσουν μ’ ένα χειρόγραφο, απόσπασμα από γνωστό τους έργο. Δεν γνωρίζω πού θα διατεθεί (σε βιβλιοθήκη δημόσια, σε ίδρυμα, σε εταιρεία πνευματική) αυτό το αδιανόητα πλούσιο αρχείο. Ο συστηματικός Μάνος θα έχει ήδη μεριμνήσει. Εγώ του είχα χαρίσει τη γραφομηχανή του Γουλιέλμου Αμποτ, που με τη διαθήκη του ο σημαντικός εκείνος μυθιστοριογράφος της γενιάς του ’30 μού είχε κληροδοτήσει.

Ο Μάνος ζούσε μέσα σ’ αυτό το υλικό μια άλλη από την τρέχουσα ζωή, τη μίζερη καθημερινότητα και την ευτέλεια των σύγχρονων ηθών.

Αν δεν λάβουμε υπόψη μας αυτό το πνευματικό τοπίο εντός του οποίου δημιουργούσε, δεν θα καταλάβουμε ούτε την ποίησή του, ούτε τα τραγούδια του, ούτε την πεζογραφία του.

Ο Μάνος Ελευθερίου ήταν ο άνθρωπος που θαύμαζε και προσπαθούσε να διεισδύσει μέσα στον κυκλώνα των θαυμασίων.

Η ποίησή του ολίγη σε ποσότητα, αλλά σχεδόν αριστοκρατική, όχι, βεβαίως, ταξικά αλλά πλατωνικά, θα έλεγα, κυκλοφορούσε πάντα σε έξοχες τυπογραφικά εκδόσεις εκτός εμπορίου. Γνώριζε ο ποιητής ότι στις μέρες μας η ποίηση είναι σαν τις μποτίλιες που στέλναν οι ναυαγοί στο άγνωστο και απευθύνονταν σε μυημένους. Κάτι σαν συνωμοσία, όπως στην εποχή των πρώτων χριστιανών, των αναρχικών, των καρμπονάρων και των ερωτευμένων.

Μπήκε στον στίβο της μελοποιημένης ποίησης σε μια εποχή που ταλαντούχοι συνθέτες, ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Ξαρχάκος, ο Μαρκόπουλος, ο Λοΐζος, ο Σπανός, ο Χατζηνάσιος, ο Νικολόπουλος, κατέφυγαν στη λόγια ποίηση και σε ποιητές με ιδίωμα της λόγιας ποίησης που πίστευαν στον νέο λυρισμό, έδωσε καινούργιο χρώμα, ήθος, ύφος και θέματα στο τραγούδι. Εχω γράψει και άλλοτε πως με πρωτοπόρο τον Νίκο Γκάτσο ο νέος αυτός λυρισμός ήλθε και αντιπαρατέθηκε ισότιμα στους σημαντικούς λυρικούς ποιητές από τον Σολωμό και τον Παλαμά έως τον Καρυωτάκη, τον Μαλακάση, τον Πορφύρα, τον Χατζόπουλο, τον Αθάνα. Αυτός ο νέος λυρισμός, που κατά τον Γκάτσο έδωσε υψηλής ποιότητας ποίηση, μας χάρισε τους στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου έως της Λίνας Νικολακοπούλου. Ανάμεσά τους τα τραγούδια του Ελευθερίου είναι μικρά διαμάντια στίλβοντα. Δεινή τεχνική, άψογος ρυθμός με ποικιλίες απρόσμενες, σαφήνεια στο θέμα και ευθυβολία στο ποιητικό, συναισθηματικό και κοινωνικό μήνυμα.

Στη λυρική προσφορά του Ελευθερίου μπορεί, τουλάχιστον ο ειδικός, να διακρίνει τις οφειλές του ποιητή στον υπερρεαλισμό με τις αιφνίδιες εικόνες, τις τολμηρές συνάψεις λέξεων από το ευρύ ιστορικά λεξιλόγιο και τον υπαινιγμό που δρομολογεί καταδύσεις στα βάθη του υποσυνειδήτου. Ο Ελευθερίου, αν βρεθεί κανείς να σκύψει επιστημονικά με ένα διδακτορικό στην ποίηση των τραγουδιών του θα συναντήσει φροϊδικές, λακανικές, μαρξιστικές, σεφερικές και συχνές καρυωτακικές επιδράσεις, γόνιμες και αφομοιωμένες.

Επίσης ενδιαφέρον έχει η αναφορά του μέσω φόρμας στον θαυμασμό του στον Γκάτσο, αφού πολλά τραγούδια του Ελευθερίου είναι γραμμένα στη φόρμα του εξάστιχου που καλλιέργησε ο Γκάτσος πριν μπει στο στίβο του τραγουδιού. Π.χ. «Τα λόγια και τα χρόνια» του Ελευθερίου είναι μια τέτοια τεχνική οφειλή. Ετσι εξάλλου δημιουργείται η παράδοση και μυείται το κοινό στην καλλιτεχνική φόρμα.

Αλλά ο Ελευθερίου σε ώριμη ηλικία στράφηκε και στην πεζογραφία. Στον «Καιρό των χρυσανθέμων» μυθοποίησε με άκρα ευαισθησία μια εποχή από εκείνες που ως συλλέκτης και θαυμαστής ευδοκίμησε. Ως συλλέκτης και ιστορικός είχε συγκεντρώσει σε τόμους ένα σπάνιο υλικό από το θέατρο της γενέθλιας Σύρας. Σπάνιας ερευνητικής μεθοδολογίας εργασία. Ετσι αναδύθηκαν πρόσωπα του θεατρικού παρελθόντος, πρωταγωνιστές και ντίβες που επισκέφτηκαν την ακμάζουσα εμπορική αγορά της Σύρας. Εχω έναν χάρτη του 1820 στο σπίτι μου που στον χώρο που σήμερα ορίζεται ως Ελλάδα υπάρχει μόνο η Σύρος με τη γνωστή κουκίδα.

Ο Ελευθερίου αναβιώνοντας την εποχή που δρούσαν οι μεγάλες ρομαντικές πρωταγωνίστριες, π.χ. η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, δημιουργεί ένα σκηνικό κοινωνικό, πνευματικό, ηθικό, εργασιακό, πολιτικό, εμπορικό, μόδας, τάσεων και εθίμων που μόνο στα σπουδαία έργα της ευρωπαϊκής μυθιστορηματικής παράδοσης συναντάμε (Μπαλζάκ, Φλομπέρ, Ντίκενς). Το μυθιστόρημα του Ελευθερίου είναι ένας πολύτιμος πολιτισμικός οδηγός. Αναφέρω εδώ προς επίρρωση όσων υποστηρίζω πως ο Ελευθερίου έχει επιμεληθεί ένα έξοχο άλμπουμ με τα γλυπτά του νεκροταφείου της Σύρου, δείγματα όχι μόνο γλυπτικής τέχνης, αλλά τεκμήρια μεγαλοαστικής χλιδής.

Αλλά συνειρμικά (;) ο Ελευθερίου από την Παρασκευοπούλου έφτασε στην τραγική ιστορία της μεγάλης ηθοποιού Ελένης Παπαδάκη. Ανάμεσα στις δύο μισός αιώνας ελληνικής τραυματικής εμπειρίας, ο Ελευθερίου τόλμησε να καταπιαστεί μ’ ένα θέμα ταμπού, κυρίως πολιτικό και ιδεολογικό, και κατόρθωσε να πείσει με την απροκάλυπτη, αλλ’ όχι ουδέτερη γραφή του, πως συχνά, πυκνά, σ’ αυτόν τον τόπο τα πάθη φτάνουν να κυρώσουν στην πράξη το προνόμιο αυτού του λαού που έχει την τιμή από την ιστορία της ανθρωπότητας να εφεύρει την τραγωδία.

Ο Μάνος Ελευθερίου στη γεμάτη εμπειρίες ζωή του κατόρθωσε να υπηρετήσει τις δύο μεγάλες ανακαλύψεις του ελληνικού πολιτισμού, τον λυρισμό και την τραγωδία, όχι με τη μορφή μιας θεατρικής φόρμας αλλά μιας πεζογραφίας (τέκνου του έπους) που ασχολήθηκε με τα «οικεία κακά».

Η αποδημία του Μάνου θα μας στερήσει όχι μόνο από τα σπουδαία κείμενα, θα μας λείψει η ειρωνεία του, το σκωπτικό του (συριανός ο Ροΐδης!) πνεύμα και η σπάνια ευαισθησία του. Θα μας λείψει επίσης η επαφή του με τα παιδιά και η γλύκα του όταν χαιρόταν για τη ομορφιά! Γλύκα σαν συριανό λουκούμι. Και θλίψη σαν εγκαταλειμμένα συριανά νεώρια.