Γιατί έχουμε ανάγκη να ακούσουμε στον δημόσιο λόγο των τελευταίων ημερών τη λέξη «συγγνώμη»;

Επειδή είναι μια πανανθρώπινη ανάγκη: ότι ο άλλος άνθρωπος αναγνωρίζει ένα μερίδιο ευθύνης, το οποίο δεν αλλάζει μεν το αποτέλεσμα του γεγονότος, αλλά μπορεί να παρηγορήσει το θύμα. Μπορεί να του δώσει την αίσθηση ότι ο άλλος απέναντί του συμπάσχει και καταλαβαίνει το λάθος του, ότι αναγνωρίζει και τη δική του ανθρωπινότητα, δηλαδή ατέλεια. Επειδή ο άνθρωπος είναι κοινωνικό πλάσμα και θέλει να βρίσκει νόημα σε ό,τι γίνεται, δεν βιώνει τον πόνο τού ψυχικού τραύματος αμιγώς σαν τέτοιο. Αντιθέτως, ο πόνος αυτός συνδέεται κάθε φορά με τις περιστάσεις και τα νοήματα. Επομένως επηρεάζεται απ’ το αν άλλοι άνθρωποι έπραξαν σωστά ή όχι. Διαφορετικά πονάμε σε μια φυσική καταστροφή, όπου δεν υπάρχουν φταίχτες, και διαφορετικά όταν εντοπίζουμε ανθρώπινα λάθη. Δεν πρόκειται ποτέ για γυμνό, σκέτο συναίσθημα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η συγγνώμη, αν ήταν πραγματική, θα είχε νόημα και κάπως θα ανακούφιζε. Αυτή τη στιγμή δεν έγινε για τους γνωστούς λόγους. Δεν είμαι πάντως σίγουρος ότι αν εκφραζόταν μια συγγνώμη, θα ήταν γνήσια. Με τους πολιτικούς ποτέ κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος. Εχω την αίσθηση ότι τα δημόσια πρόσωπα εκπαιδεύονται κατά κάποιον τρόπο να μην είναι αληθινά.

Η πολιτεία έχει περιθώρια παρηγορητικού λόγου από την επόμενη μέρα;

Δεν θα έλεγα ότι έχει περιθώρια λόγου, όσο παρηγορητικής πράξης. Αυτό που ανακουφίζει τους συγγενείς των θυμάτων –όχι μόνο σε φυσικές καταστροφές, αλλά και σε ανόητα τροχαία –θα ήταν να δείξουμε ότι μαθαίνουμε από τα λάθη μας, τα οποία είναι ανθρώπινα. Δεν υπάρχει τέλειο κράτος, αλλά το ζήτημα είναι να μαθαίνει από τα λάθη που στοιχίζουν σε ανθρώπινες ζωές. Στην Ελλάδα δίνουμε την εντύπωση ότι δεν μας ενδιαφέρει να μάθουμε. Επικρατεί μια έντονη δημόσια συζήτηση, με επίκεντρο τον θρήνο και την οργή, και κατόπιν ξεχνιούνται όλα. Δεν βλέπεις να μεταφράζονται σε συγκεκριμένες αλλαγές. Σαν να μην ενδιαφέρεται κανείς για τη σωστή οργάνωση του κράτους και την αξιοποίηση των εμπειριών. Μας ενδιαφέρει μόνο η επιφάνεια των γεγονότων ή πώς θα διαχειριστούμε την εικόνα μας. Αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τους πολιτικούς, αλλά και με τους αξιωματούχους του κρατικού μηχανισμού. Αυτούς τους ανώνυμους διοικητικούς, που δεν νοιάζονται προφανώς για την εικόνα τους, αλλά είναι δυσκίνητοι όταν καλούνται να εφαρμόσουν αλλαγές. Αναλογισθείτε πόσος χρόνος χρειάζεται για να διορθωθεί ένα τμήμα οδοστρώματος ή να τοποθετηθεί ένα σήμα κυκλοφορίας εκεί όπου λείπει. Θα άξιζε να γίνει μια συγκριτική έρευνα με άλλες χώρες.

Λέτε ότι ο θυμός και η κριτική δεν συνοδεύονται από διάθεση αυτοκριτικής. Κι αυτό μάλλον μας συνοδεύει στην τελευταία δεκαετία με όλα τα συμπτώματα της πόλωσης και της βίας. Εχουμε εκπαιδευτεί από το πολιτικό σύστημα ή το έχουμε εκπαιδεύσει;

Νομίζω ότι συμβαίνουν και τα δύο. Οπωσδήποτε οι πολιτικοί επηρεάζουν τις συνειδήσεις του λαού, αλλά ένας λαός με ρηχή μνήμη δεν «τιμωρεί» ποτέ επαρκώς τους ασυνεπείς πολιτικούς του. Δεν αρκεί πάντως να «τιμωρείται» ένα κόμμα ή ένας πολιτικός, διότι τότε έχουμε απλώς μια εναλλαγή στην εξουσία των ιδίων. Οταν ύστερα από χρόνια ξεθωριάσει το «παράπονό» μας, φεύγουμε από ένα κόμμα και καταφεύγουμε σε άλλο. Αυτό δεν είναι αρκετό. Στην Ελλάδα πάσχουμε και από το γεγονός ότι λείπουν από την πολιτική άνθρωποι με υγιείς στόχους. Ακόμη και ύστερα από εννιά χρόνια κρίσης δεν μπήκαν στην πολιτική νέοι άνθρωποι, με εντιμότητα και ειλικρίνεια. Ετσι λοιπόν η «τιμωρία» στην κάλπη δεν αλλάζει τη συνολική εικόνα όσο θα έπρεπε.

Πώς θα ορίζατε την επιστροφή προς μια πορεία «κανονικότητας»;

Σε μια υγιή χώρα πρώτα απ’ όλα δεν θα υπήρχε πόλεμος δηλώσεων κυβέρνησης και αντιπολίτευσης. Θα καθόντουσαν όλοι σε ένα τραπέζι για να εξετάσουν ποια είναι τα αίτια που οδήγησαν σ’ αυτή την κατάσταση, ώστε να μην ξανασυμβεί. Αλλά αν είχαμε τέτοια κυβέρνηση και τέτοια αντιπολίτευση, δεν θα ήταν και η πορεία όλων αυτών των χρόνων αυτή που ζήσαμε. Θα είχαν φροντίσει από την αρχή της κρίσης να δημιουργήσουν μια κυβέρνηση διακομματική για να οργανώσει την κατάσταση, να κάνει όσες μεταρρυθμίσεις χρειάζονταν (που τότε θα είχε μεγαλύτερη λαϊκή συναίνεση) για να βγούμε νωρίτερα από την κρίση με ουσιαστικά μέτρα. Δεύτερον, δεν θα περίμενα μόνο λόγια και συμβολική κήρυξη της χώρας σε κατάσταση πένθους. Απαιτούνται συγκεκριμένα έργα. Τι λείπει από την Πυροσβεστική σε υλική υποδομή και εκπαίδευση; Γι’ αυτά που λείπουν κατά πόσο ευθύνεται η λιτότητα της κρίσης; Τι απαιτείται για τον περιβόητο συντονισμό; Γιατί δεν γίνονται προσομοιώσεις; Υπάρχει αξιοκρατία στις προαγωγές; Ζητήματα πολεοδομίας, επίσης. Το Μάτι ήταν μια παγίδα, όπως είδαμε. Ποιοι άλλοι τέτοιοι οικισμοί υπάρχουν στη χώρα; Τι μπορούμε να κάνουμε με τη διάνοιξη δρόμων και την πρόσβαση στην ακτή; Ετσι θα λειτουργούσε ένα ευνομούμενο κράτος. Αντιθέτως, στην Ελλάδα επικρατεί η πόλωση. Το κάθε κόμμα ισχυρίζεται ότι κομίζει το φως και την αλήθεια και οι άλλοι το σκοτάδι και την καταστροφή. Χαρακτηριστική διαχρονική παθολογία της ελληνικής πολιτικής κουλτούρας.

Οσον αφορά το άτομο που βιώνει το τραυματικό γεγονός, από πού μπορεί να περιμένει βοήθεια και στήριξη;

Κατ’ αρχάς, την πρώτη βοήθεια και ενίσχυση την παίρνει από τους δικούς του ανθρώπους. Στην Ελλάδα έχουμε ακόμη στενούς οικογενειακούς δεσμούς που περιλαμβάνουν την ευρύτερη συγγένεια. Επίσης, στην περίπτωση των φυσικών καταστροφών έχει παρατηρηθεί ότι η ψυχολογική επίπτωση μπορεί να είναι κάπως ελαφρότερη, επειδή υπάρχουν κι άλλοι που συμμερίζονται την ίδια μοίρα. Αυτό δημιουργεί μια φαντασιακή, ενίοτε και πραγματική, αλληλοστήριξη. Από κει και πέρα υπάρχουν οι ειδικοί, ψυχολόγοι και ψυχίατροι, ανάλογα με τις βραχυπρόθεσμες ή μακροπρόθεσμες συνέπειες του πένθους. Αλλά θέλω να προσθέσω για την Εκκλησία κάτι που πολύς κόσμος δεν γνωρίζει, επειδή είναι ίσως αθόρυβο: την εκτεταμένη στήριξη, προληπτική και θεραπευτική, που παρέχουν οι κληρικοί προς τους ανθρώπους. Είτε οι συστηματικά πιστοί είτε όσοι έχουν μια πιο χαλαρή σχέση με την Εκκλησία λαμβάνουν βοήθεια μέσω της συμβουλευτικής και της πρακτικής συμπαράστασης. Πολλές απελπισίες έχουν αποσοβηθεί έτσι.

Το αίτημα για παραιτήσεις πολιτικών προσώπων θα ανακούφιζε τη συσσωρευμένη οργή;

Νομίζω ότι πρόκειται για μια ψυχική εκτόνωση. Αυτό το περίφημο «τόσοι θάνατοι και ούτε μία παραίτηση» έχει κάποιο νόημα και δείχνει το επίπεδο στο οποίο βρίσκεται η κουλτούρα των πολιτικών μας. Αλλά δεν προσφέρει ουσιαστική βοήθεια. Δεν μας ενδιαφέρει να εκτονώσουμε απλώς την οργή. Πρέπει αυτή να μετατραπεί σε δημιουργική δράση. Πώς αυτή η χώρα, δηλαδή, θα γίνει διαφορετική ύστερα από τόσες φυσικές καταστροφές, ανόητα τροχαία και αφόρητες δυσλειτουργίες. Αλλιώς παρατηρούμε την πορεία μιας χώρας που κυλάει αργά αργά προς την αποσύνθεση και τους πολίτες της που φωνάζουν ή βρίζουν άπραγοι.

Ο συμβολισμός, ωστόσο, όπως η «συγγνώμη» και η «παραίτηση», δεν παύει να είναι και πολιτισμός…

Βεβαίως, έχει τεράστια αξία. Αλλά δεν παράγει τίποτε αν μείνει συμβολισμός. Εχει τεράστια συναισθηματική αξία, αλλά μπορεί να ικανοποιηθούμε από αυτόν και να μην περάσουμε στην πράξη. Θέλω να επιστήσω την προσοχή των αναγνωστών στο άρθρο του Νικόλα Σεβαστάκη, που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» της περασμένης Κυριακής. Εκεί ο διανοητής περιέγραψε την παθολογία της Μεταπολίτευσης: τη δημιουργία μιας δημοκρατίας που απέκτησε έναν φλύαρο και δασκαλίστικο χαρακτήρα σνομπάροντας την αποτελεσματικότητα, η οποία εν πολλοίς εξαρτάται από την τεχνοκρατία και το μάνατζμεντ. Στο όνομα, λοιπόν, της ιδεολογίας και της ρητορείας, που αφθονούν στην Ελλάδα, έχουμε απεμπολήσει την αποτελεσματικότητα. Κι έτσι μένει πίσω η χώρα.

Πώς περιγράφουμε την τραγωδία στα παιδιά; Και πώς απαντούμε στα υπαρξιακά ερωτήματα γύρω από το φυσικό κακό;

Υπάρχουν πολλά πλέον εμπειρικά δεδομένα από την επιστήμη της Ψυχολογίας, ότι λέμε την αλήθεια με γλώσσα που μπορεί να την καταλάβει το παιδί στην ηλικία του και παρέχουμε μέσω ειδικών συστηματική βοήθεια, ειδικά σε όσα έχουν υποστεί μετατραυματική διαταραχή. Στο πένθος αποφεύγουμε τα δύο άκρα, δηλαδή το να κάνουμε σαν να μη συμβαίνει τίποτα δήθεν για το καλό των παιδιών, και το να επικεντρωθεί ολόκληρη η ζωή των επιζώντων γύρω από τη βαριά σκιά της απώλειας.

Το τελευταίο διάστημα, ωστόσο, έχω δεχθεί και ένα άλλο ερώτημα: γιατί πεθαίνουν αθώα παιδιά; Χρειάζεται να θυμόμαστε πάντα ότι ο άνθρωπος έχει μια τραγικότητα, η οποία δεν θα εξαλειφθεί σ’ αυτή τη ζωή. Στους ανθρώπους που μου θέτουν αντίστοιχα ερωτήματα εξηγώ ότι αναζητούν (δικαιολογημένα, οπωσδήποτε) μια απάντηση ικανοποιητική για τον δρόμο του λογικού. Δεν υπάρχει όμως απάντηση για τον πόνο που να ικανοποιεί το λογικό. Υπάρχουν απαντήσεις μόνο για τον δρόμο της καρδιάς. Ερωτήματα στα οποία δεν μπορούμε να βρούμε απάντηση πρέπει να κινητοποιούν την αγάπη, την έγνοια και την ταπεινότητα. Με αυτά μπορεί κανείς να βρει ένα νόημα υπαρξιακό: ότι συμμεριζόμαστε την κοινή ευαλωτότητα και το κοινό ρίσκο της ανθρωπότητας. Αυτό μπορεί να μας κάνει ανθρώπους με πλατύτερη καρδιά, που θυμούνται πως είναι θνητοί. Η Καινή Διαθήκη λέει πως όταν βρεθούμε καταπρόσωπο με τον Θεό, στη Βασιλεία Του, θα πάρουμε όλες τις απαντήσεις που τώρα στερηθήκαμε. Διαισθάνομαι πως και τότε οι απαντήσεις δεν θα είναι λογικές διατυπώσεις, αλλά το Πρόσωπο του Χριστού, κοντά στο οποίο αναπαύονται όλοι όσοι πόνεσαν και έφυγαν πρόωρα.