Είναι μια όπερα δύσκολη αυτή που ολοκληρώνεται απόψε (25/5) στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Η «Υπόθεση Μακρόπουλος» του τσέχου Λέος Γιάνατσεκ. Αλλά καλλιτεχνικά μοιάζει να έχει κερδίσει το στοίχημα συστήνοντας στο ελληνικό κοινό ένα «άγνωστο» στιγμιότυπο από τη μουσική σύνθεση του πρώιμου 20ού αιώνα. Εκτός από την ερμηνεία της Ελενας Κελεσίδη ως Εμίλια Μάρτι, τις εντυπώσεις συγκεντρώνει και η σκηνοθεσία της παράστασης. Φέρει την υπογραφή ενός από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Και δίνει πραγματικές λύσεις –ειδικά με την αποτύπωση των χώρων α λα Κιούμπρικ από τις τελευταίες σεκάνς στο «2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος»: κατάλευκη αίθουσα, γεωμετρία στους τοίχους, ένας άνθρωπος που σηκώνεται από το τραπέζι, κοιτάζει διερευνητικά τους θεατές, επιστρέφει στη ρουτίνα του, περιμένει το τέλος. Ο κινηματογράφος, έτσι κι αλλιώς, είναι η τέχνη που ενθουσιάζει τον Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος δανείζεται στοιχεία για την εικονογράφηση των δικών του παραστάσεων.

Η δεύτερη συνεργασία του με τη Λυρική Σκηνή αφήνει πίσω και την επεισοδιακή πρώτη του 2014 με τον «Ντον Τζιοβάνι». Τότε που μικρή μερίδα του κοίλου στο Ηρώδειο είχε ξεσπάσει με γιουχαΐσματα, αλλά και τότε που οι πρόβες δεν πραγματοποιήθηκαν κατά τον μεθοδικό τρόπο που επιθυμεί ο σκηνοθέτης. Ο ίδιος, πάντως, έχει δηλώσει στο παρελθόν ότι συγκρούσεις με τους συντελεστές είχε περισσότερες στο εξωτερικό, όπου ανεβάζει όπερες τα τελευταία χρόνια (Οπερα του Γκέτεμποργκ, Οπερα της Κοπεγχάγης, Βασιλικό Δραματικό Θέατρο Σουηδίας, Εθνικό Θέατρο Νορβηγίας, Οπερα της Στουτγάρδης). Γνωρίζοντας καλά τη γερμανική γλώσσα, η Ευρώπη είναι ο χώρος στον οποίο ανακαλύπτει τις νέες ιδέες που μετασχηματίζει μέσα από το προσωπικό του φίλτρο για την ελληνική σκηνή.

Αν είναι εξπρεσιονισμός (και μεταμοντερνισμός), τότε είναι Χουβαρδάς. Αυτό είναι το συμπυκνωμένο δίδαγμα για το αποτύπωμα του έλληνα σκηνοθέτη στη θεατρική παραγωγή. Και η «Υπόθεση Μακρόπουλος» δεν είναι το μόνο δείγμα στη φετινή σεζόν για το οποίο μπορεί κανείς να επιχειρηματολογήσει. Ο «Γλάρος» του Τσέχοφ, τον οποίο ανέβασε στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά –από τον περασμένο Νοέμβριο –δημιούργησε το δικό του γεγονός και μοίρασε τις εντυπώσεις των θεατών στα δύο (όπως είναι πάντως φυσιολογικό, για να αποφύγουμε τις δραματοποιήσεις). Σε κάθε περίπτωση, όμως, ήταν η ανάγνωση ενός σκηνοθέτη που δεν έπαιρνε υπόψη του τις θεωρίες περί Τσέχοφ, επιστράτευε τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία που χρειαζόταν και άφηνε τους/τις ηθοποιούς να φέρουν στην επιφάνεια δικά τους βιώματα. Αλλά ακόμη κι έτσι, η εικόνα της σεζόν δεν είναι ολοκληρωμένη. Κι αυτό επειδή ανάμεσα στις δύο μεγάλες παραγωγές που προετοίμαζε ο Χουβαρδάς πρόσθεσε μία μικρότερη, που αποκάλυπτε ωστόσο τις προσωπικές ευαισθησίες του σκηνοθέτη. Σε τρεις διαφορετικούς χώρους του Bios –κεντρική σκηνή, μπαρ, εστιατόριο –αλλά και σε γειτονικούς δρόμους απέδωσε το νήμα της ιστορίας των «Καζιμίρ και Καρολίνα» του Εντεν φον Χόρβατ μεταφέροντας τους επισκέπτες στη Γερμανία του Μεσοπολέμου –μια προσφιλή δραματικά περίοδο.

Ολα αυτά συμβαίνουν δέκα χρόνια μετά το κλείσιμο του Θεάτρου Αμόρε, του οργανισμού που ο ίδιος ξεκίνησε (το 1991) και διηύθυνε αργότερα μαζί με τον Θωμά Μοσχόπουλο. Ηταν μια δημιουργική κυψέλη για σκηνοθέτες και ηθοποιούς, η οποία απελευθέρωσε δυνάμεις μέσα στη θεατρική Αθήνα.

Κι ύστερα ήρθε η καλλιτεχνική διεύθυνση του Εθνικού Θεάτρου (2007-2013), κατά τη διάρκεια της οποίας ο Χουβαρδάς επένδυσε για άλλη μια φορά στο ρεπερτόριο αξιώσεων (δεν είναι τυχαίο ότι από τους πρώτους σκηνοθέτες που κάλεσε ήταν ο Λευτέρης Βογιατζής) αντιμετωπίζοντας παράλληλα τις οικονομικές ανάγκες στην πρώτη σκηνή της χώρας. Την τελευταία θα την αποχαιρετήσει με μία από τις καλύτερες, κατά κοινή ομολογία, παραστάσεις της τελευταίας δεκαετίας: στο «Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα» του Ευγένιου Ο’ Νιλ στήνει το θέατρο μέσα στο θέατρο (μοτίβο στο οποίο επανέρχεται) και οι ηθοποιοί αναλαμβάνουν να υποδυθούν τους θεατές –δηλαδή εμάς.

Οι ηθοποιοί που χρησιμοποιεί –Καραμπέτη, Λούλης, Λυμπεροπούλου, Μπαζάκα –αποδεικνύουν ότι προτιμά να δουλεύει με ένα δοκιμασμένο καστ. Τον Χρήστο Λούλη, άλλωστε, επιλέγει για Αμλετ στην ομότιτλη παράσταση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση (2015), ενώ, ύστερα από τον «Ριχάρδο Γ’» στο Εθνικό με τον Δημήτρη Λιγνάδη καλεί εκ νέου την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στην «Ορέστεια», με την οποία κατεβαίνει στην Επίδαυρο το καλοκαίρι του 2016 (μαζί με τους Νίκο Κουρή –ο Τρέπλιεφ του φετινού «Γλάρου» -, Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, Νίκο Ψαρρά, Αλκηστη Πουλοπούλου, Στεφανία Γουλιώτη). Η κριτική δεν του χαρίζεται, αλλά στη φεστιβαλική εικονογραφία τα πάθη των Ατρειδών (και οι κύκλοι του ελληνικού εμφύλιου μίσους) θα περάσουν σαν οικογενειακό δράμα σε σαλόνι του 1940 με τη συνοδεία ελαφράς μουσικής. Από μια συγκυρία είναι το καλοκαίρι που δύο ακόμη σημαντικοί καλλιτέχνες δημιουργούν αίσθηση στην Επίδαυρο: ο Νίκος Καραθάνος με τους «Ορνιθες» και ο Μιχαήλ Μαρμαρινός με τη «Λυσιστράτη». Μια ακόμη υπενθύμιση ότι λειτουργούν ως μεμονωμένοι δημιουργοί, αλλά στη μεγάλη εικόνα αποτελούν τους «θετικούς ανθρώπους» που έχει ανάγκη ο πολιτισμός.