«Μας συγκινούσε πάντα η σκέψη πως ο Ομηρος, ή οι Ομηροι, έδωσαν γραπτή μορφή στην προφορική παράδοση που υμνούσε τους ήρωες. Σε καιρούς που δεν ήταν πια ηρωικοί: η εισβολή των Δωριέων τους είχε ακυρώσει –συγχωρήστε τις ιστορικές μας προσεγγίσεις -, και τώρα αυτή η μνήμη ξαναζωντάνευε, όχι από νοσταλγία αλλά από περηφάνια. Εμείς οι δύο είμαστε σήμερα εδώ, ανάμεσά σας, και επειδή αντιλαμβανόμασταν στο είναι μας αυτό το είδος αδελφότητας. Ισως ο όρος δεν είναι ακριβής. Ισως πρόκειται απλούστερα για την επιβεβαίωση της κληρονομιάς που κάθε φορά μέσα από τον χρόνο μεταβιβάζεται από τη μια γενιά στην άλλη, από τον ένα λαό στον άλλο. Που δεν θα πρέπει να συσσωρευτεί αλλά να γίνει ένα έδαφος απ’ όπου θα αναδυθούν άλλα πεπρωμένα, άλλα πρόσωπα, άλλοι ορίζοντες». Με αυτά τα λόγια μίλησαν οι αδελφοί Ταβιάνι όταν το 2015 αναγορεύτηκαν επίτιμοι διδάκτορες του Τμήματος Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Είχε προηγηθεί, λίγα χρόνια πριν, η βράβευσή τους με Χρυσή Αρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου για την ταινία τους «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει». Φυσούσαν και ξεφυσούσαν μερικοί μετά τη βράβευσή τους. Γιατί; Επειδή, λέει, οι Ταβιάνι είναι «γέροι». Λες και το μόνο που δικαιούται να προσφέρει ένας καλλιτέχνης μιας προχωρημένης ηλικίας είναι η παραίτηση.

Η ταινία εκείνη λοιπόν ξεκινάει στο πάλκο: Ο θίασος ερμηνεύει το τελευταίο μέρος του σαιξπηρικού Ιούλιου Καίσαρα. Το κοινό τους αποθεώνει. Και, μετά το πέρας της παράστασης, μια ομάδα αστυνομικών τους μαντρώνει. Οι ηθοποιοί είναι όλοι τους τρόφιμοι φυλακών υψίστης ασφαλείας και η συμμετοχή τους στις παραστάσεις εντάσσεται στο πλαίσιο του αναμορφωτικού τους προγράμματος. «Δεν μπορώ να παίξω με αυτό το φίδι» φωνάζει ο ηθοποιός που ενσαρκώνει τον Καίσαρα έχοντας απέναντί του τον «Κάσιο», που, μαθαίνουμε, τον έχει ταιριαστά ρουφιανέψει στους φύλακες χρόνια πριν. Οταν στο φινάλε ο τρόφιμος γυρίζει στην κάμερα και μονολογεί «από τότε που γνώρισα την τέχνη, αυτό το κελί έγινε φυλακή» ανατριχιάζεις. Το μόνο που σου μένει είναι μια θλίψη και μια ελπίδα πως, στο τέλος, κάτι θα μπορούσε να σωθεί.

Ο Βιτόριο Ταβιάνι γεννήθηκε στο Σαν Μινιάτο, στην επαρχία της Πίζας, στις 20 Σεπτεμβρίου 1929, δύο χρόνια πριν από τον αδελφό του. Δούλεψαν αποκλειστικά παρέα, από τη δεκαετία του ’60, φιλμογραφώντας την πραγματικότητα, την ιστορία, τις αντιφάσεις, τις πτυχές της χώρας τους. Στο Πανεπιστήμιο της Πίζας ξεκίνησε τις σπουδές του, τις οποίες όμως δεν ολοκλήρωσε ποτέ: είχε έρθει η αγάπη για τον κινηματογράφο («Ο θόρυβος της μηχανής λήψης, όταν την ανακαλύψαμε, ήταν σαν συμφωνία του Μπετόβεν!» έλεγε ο Βιτόριο). Και οι Ταβιάνι ουσιαστικά επαναπροσέγγισαν το Ιταλικό Σινεμά μπολιάζοντας τον νεορεαλισμό με έναν μοντερνισμό απολύτως πρωτοποριακό. Επειτα από κάποια ντοκιμαντέρ, έκαναν το ντεμπούτο τους στη μυθοπλασία το 1962 με την ταινία «Ενας άντρας στην πυρά», όπου συνεργάστηκαν με τον σκηνοθέτη Βαλεντίνο Ορσίνι, όπως και στο «Παράνομοι του Ερωτα». Με τον δε «Ανατρεπτικό» του 1967 προέβλεψαν τις αναταραχές του Μάη του ’68.

Το «Ο Σαν Μιγκέλε είχε έναν κόκορα» του 1971, βασιζόταν στο δοκίμιο του Τολστόι «Θρησκεία και Ηθική» και στο «Αλοζανφάν» (με την αθάνατη μουσική του Ενιο Μορικόνε!), γυρισμένο το 1974, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι έχει τον ρόλο ενός πρώην επαναστάτη ο οποίος αποφυλακίζεται έπειτα από χρόνια και βλέπει τη νιότη του υπό μια πιο ρεαλιστική οπτική, ενώ παρ’ όλα αυτά μπλέκεται σε μια νέα επιχείρηση στην οποία δεν πιστεύει πλέον. Ο σκληρός «Πατέρας Αφέντης» του 1977 (Χρυσός Φοίνικας στις Κάννες) βασίστηκε σε μυθιστόρημα του Γκαβίνο Λέντα και περιέγραφε τον αγώνα ενός βοσκού της Σαρδηνίας απέναντι στους σκληρούς κανόνες της πατριαρχικής κοινωνίας. Στη δε αριστουργηματική «Νύχτα του Σαν Λορένζο» ξεκινούν από ένα «μικρό» γεγονός στην Τοσκάνη κατά τις ημέρες λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια κάποιων χωρικών. Το τελικό αποτέλεσμα, μαγικό –όπως και το «Χάος» του 1985, «μια περίπλοκη ταινία, όπως γράφτηκε σε μια απλή κριτική», σύμφωνα με τον Βιτόριο. Μια καταγγελία αλλά και μια φανταστική αφήγηση, όπου πρωταγωνιστούν οι κοινωνικές αξίες, η ιστορική αναπαράσταση, το μελόδραμα και ο ηθικός προβληματισμός.

«Σήμερα είμαστε τόσο γέροι όσο ήταν ο Ευριπίδης όταν έγραψε τις Βάκχες, αλλά έχουμε υποχρέωση να αφουγκραστούμε τους νέους περισσότερο από ποτέ», μου έλεγε ο ίδιος ο Βιτόριο στο πλαίσιο μιας συνέντευξης για την τελευταία τους ταινία, τον «Αγαπημένο Βοκάκιο». «Είναι δικαίως εξοργισμένοι, στο βάρβαρο αυτό παρόν που κάποιοι τους έχουν καταδικάσει. Το συναντάμε στις οικογένειές μας, στα παιδιά και τα εγγόνια μας, στους φίλους τους, στους δρόμους, σε ολόκληρο τον κόσμο. Ξαφνικά, οι εικόνες της ρημαγμένης από την πανούκλα Φλωρεντίας του 1300 είναι και πάλι επίκαιρες γιατί η πανούκλα του πνεύματος είναι και πάλι εδώ, για να μας ταλαιπωρήσει. Και οι νέοι επαναστατούν. Οπως μπορούν. Η άρνηση αυτής της παραίτησης κρύβει μεν μια απελπισία, αλλά πάνω απ’ όλα κυριαρχεί η ανάγκη του ονείρου, της φαντασίας, της ελπίδας».