Ξημερώματα 14ης Αυγούστου 2015. Η Βουλή μοιάζει με κατάστρωμα πλοίου. Ορισμένοι βουλευτές κοιμούνται στα τραπεζάκια στο καφενείο της Βουλής κι άλλοι στους καναπέδες που βρίσκονται στο εντευκτήριο και τους διαδρόμους. Οσοι από το κυβερνητικό στρατόπεδο μπορούν να διαχειριστούν το βάρος του τρίτου Μνημονίου έχουν πάρει θέση στην Ολομέλεια. Οσοι δεν το αντέχουν αποκαλύπτουν σε πηγαδάκια που έχουν στηθεί έξω από την αίθουσα ότι κάτι τέτοιες στιγμές θα προτιμούσαν να είχαν διαγράψει μια πολιτική πορεία στο ΚΚΕ παρά στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι αποχωρήσαντες που εντάχθηκαν στη ΛΑΕ είναι στα κάγκελα. Η αντιπολίτευση (ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ) προσπαθεί να σώσει οτιδήποτε που σώζεται.

Η κούραση από το ξενύχτι εκείνης της εικοσιτετράωρης συνεδρίασης ήταν το μικρότερο κακό. Το τρίτο Μνημόνιο –εκτός του ότι ήταν το πρώτο της Αριστεράς –δέσμευε τη δημόσια περιουσία για τα επόμενα 99 χρόνια, πετσόκοβε μισθούς και συντάξεις, έσπαγε την κερκόπορτα των πλειστηριασμών. Επιπλέον, από την ψήφισή του διακυβεύονταν η θέση της Ελλάδας στην ευρωζώνη, μία ψήφιση διόλου αυτονόητη αρχικά καθώς το 1/3 των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ είχε αποχωρήσει δημιουργώντας τη ΛΑΕ.

Τι σημασία έχουν όλα τα παραπάνω; Οτι σε ένα τέτοιο σκηνικό όπου όλη η χώρα αγωνιούσε, υπήρξε ένας υπουργός, ο Δημήτρης Μάρδας, που είχε την ψυχραιμία –με τη βοήθεια, όπως ψιθυρίζεται στη Βουλή, του Τρύφωνα Αλεξιάδη –να στριμώξει στο Μνημόνιο μια ρουσφετολογική διάταξη που αφορούσε εξωκοινοβουλευτικούς υπουργούς, δηλαδή και τον εαυτό του! Φρόντισε μάλιστα να έχει αναδρομική ισχύ ώστε να μπορούν να διεκδικηθούν τα χρήματα που δόθηκαν για την ενοικίαση σπιτιών στην περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ έχανε την εξουσία. Αραγε ο Αλέξης Τσίπρας γνώριζε; Αυτό είναι κάτι που δεν έχει απαντηθεί ακόμα. Για την ακρίβεια, θα μπορούσε να μη γνώριζε μόνο αν τον είχε αφήσει ανενημέρωτο το Πρωθυπουργικό Γραφείο και συγκεκριμένα ο τότε γενικός γραμματέας της Κυβέρνησης Σπύρος Σαγιάς. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η επιλογή Μάρδα να προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση αποδεικνύεται πως ήταν μία βραδυφλεγής γκάφα που έσκασε τρία χρόνια μετά. Και μάλιστα, την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ νόμιζε ότι έβγαινε από το Μνημόνια και άφηνε πίσω του το μελαγχολικό καλοκαίρι του 2015. Η χρήση της διάταξης απέκτησε χαρακτήρα κατάχρησης από το ευκατάστατο ζεύγος Αντωνοπούλου – Παπαδημητρίου και η προεκλογική δέσμευση του Αλέξη Τσίπρα ότι θα καταργήσει «τα υπερβολικά και παράλογα προνόμια όλων των βουλευτών» αποδείχθηκε ακόμα μία αυταπάτη.

Ωστόσο δεν ήταν η μόνη γκάφα. Οι κινήσεις του πρώην αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών χαρακτηρίζονται από μία παράξενη ελαφρότητα, αν όχι επιπολαιότητα. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι για την προσέλκυση επενδύσεων είχε σκαρφιστεί τους… σύρους επενδυτές υποσχόμενος ευνοϊκή μεταχείριση παραμονής σε όσους πρόσφυγες επενδύουν στη χώρα από 250.000 ευρώ. Στο ενδιάμεσο μάλιστα είχε απαντήσει και σε τρολάρισμα υποτιθέμενου Σύρου στο facebook που ενδιαφέρονταν για επενδύσεις.

Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Τον Απρίλιο του 2015 κατάφερε μέσα σε μιάμιση ώρα να καλύψει το κενό των 400 εκατομμυρίων ευρώ που κατά δήλωσή του έλειπαν από την κυβέρνηση για πληρωμή μισθών και συντάξεων. Πώς έγινε αυτό; «Πριν μιάμιση ώρα ήμουν σπίτι μου, τώρα ήρθα στο γραφείο. Κάναμε συσκέψεις όλη αυτή την ώρα και θεωρούμε ότι καλύπτεται αυτό το ποσό» ήταν η απάντησή του.

Περισσότερο γνωστή έχει γίνει η περιπέτειά του με τη γερμανική «Bild», η οποία τον κατηγόρησε ότι μετέφερε μετεκλογικά 80.000 ευρώ σε τράπεζα του εξωτερικού. Ο ίδιος έκανε λόγο για συκοφαντική δυσφήμηση και απάντησε με αγωγή κατά της εφημερίδας (δικαιώθηκε 5/2016). Σε συνεντεύξεις του είχε υποστηρίξει ότι ουδέποτε έβγαλε στο εξωτερικό τέτοιο ποσό, αλλά ότι έστειλε χρήματα για τις σπουδές της κόρης του («30.000 – 40.000 ευρώ») προτού αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα («Νοέμβριο ή Δεκέμβριο του 2014»). Στο τέλος τα χάλασε, όμως, λέγοντας ότι η κόρη του δεν είχε φύγει αλλά θα έφευγε για μεταπτυχιακό «τους… επόμενους μήνες».

Το παραπάνω έγινε αφορμή σύγκρουσης με το άλλοτε πολιτικό του σπίτι, το ΠΑΣΟΚ. Ο Μάρδας θεώρησε ότι στοχοποιήθηκε από τους βουλευτές του. Η Χαριλάου Τρικούπη τον κατηγόρησε για «χαρακτηριστική συμπεριφορά περιπλανώμενου πολιτικού τυχοδιώκτη που θέλει να δώσει εξετάσεις νομιμοφροσύνης σε αυτούς που τον στεγάζουν τώρα πολιτικά» καθώς και ότι «περιπλανήθηκε προεκλογικά στις όχθες του Ποταμιού αλλά –ορθώς –δεν βρήκε θέση στους συνδυασμούς του».

Η αλήθεια είναι ότι ο Μάρδας βρέθηκε στο ΠΑΣΟΚ την περίοδο Σημίτη και αρχικά τοποθετήθηκε στο υπουργείο Εργασίας όπου κόπηκε από το δίδυμο Παπαϊωάννου – Πρωτόπαπα. Ακολούθως αξιοποιήθηκε ως γ.γ. στο υπουργείο Εμπορίου επί Χριστοδουλάκη και ως διευθύνων σύμβουλος του Οργανισμού Προώθησης Εξαγωγών επί Τσοχατζόπουλου στο Ανάπτυξης. Από εκεί έχει πει ότι αποχώρησε γιατί «ο Τσοχατζόπουλος πολύ κομψά ζήτησε την παραίτησή μου, όταν τιμωρούσα εταιρεία που παραβίαζε τους κανόνες για τις προμήθειες».

Μολονότι το 2014 είχε αρθρογραφήσει κατά των «λαϊκιστών της Αριστεράς που σχίζουν το Μνημόνιο μια και έξω», η μετάβαση στον ΣΥΡΙΖΑ ήταν εύκολη, αφού είχε «προξενητή» τον Γιάνη Βαρουφάκη. Στον τελευταίο, σύμφωνα με έναν πολιτικό μύθο, τον γνώρισε ο Αλέκος Παπαδόπουλος. Η ιστορία έως τον Νοέμβριο του 2016 που απομακρύνθηκε από την κυβέρνηση και τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών είναι γνωστή. Το πιο ενδιαφέρον όμως είναι ότι εξακολουθεί να απασχολεί όχι μόνο τα μέσα ενημέρωσης αλλά και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό.