Από μικρή ήταν φαν της Γιουροβίζιον. Κάθε Μάιο στηνόταν μπροστά στην τηλεόραση για να παρακολουθήσει τον μουσικό διαγωνισμό, αναγκάζοντας όποιον ήταν δίπλα της να βλέπει το θέαμα μαζί της. Τα τελευταία χρόνια έκανε απόπειρες να γράψει μόνη της τραγούδια για τον ευρωπαϊκό θεσμό. Οχι απαραίτητα για να πάρει η ίδια το χρίσμα της εκπροσώπησης της χώρας μας αλλά και για να βοηθήσει στο ευρωπαϊκό τους όνειρο άλλους καλλιτέχνες. Τελικά, ήρθε τώρα η δική της η στιγμή να πατήσει σε λίγους μήνες τη σκηνή του Altice Arena της Λισαβόνας, διεκδικώντας εκ μέρους της Ελλάδας μερίδιο κάτω από τους προβολείς στο ευρωπανηγυράκι της Γιουροβίζιον. Πάντα βέβαια με ύφος σοβαροφανές και μελωδία που να παραπέμπει στο στερεότυπο ελληνικό ηχητικό φάσμα, ώστε να συνάδει με τα πρώτη φορά αριστερά γούστα της δημόσιας τηλεόρασης.

Για να φτάσει το «Ονειρό μου», όπως τιτλοφορείται το κομμάτι που έγραψε η Τερζή με τη συνδρομή του Αρη Καλημέρη στο στιχουργικό κομμάτι, να γίνει εμμέσως η απευθείας ανάθεση για την εκπροσώπηση της χώρας μας στον 63ο διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, έπρεπε να αποκλειστούν οι έτερες δύο υποψηφιότητες. Ο προγραμματισμένος ελληνικός τελικός δεν έγινε ποτέ μιας και οι άνθρωποι της ΕΡΤ απέρριψαν τις προτάσεις των δύο άλλων δισκογραφικών που συμμετείχαν στην διαδικασία. Οχι άδικα, αφού απέτυχαν να πληρώσουν την εγγυητική επιστολή των 20.000 ευρώ που είχε θέσει ως προαπαιτούμενο η δημόσια τηλεόραση εντός των δοθέντων χρονικών ορίων. Ετσι, η κόρη του Πασχάλη Τερζή, η μοναδική υποψηφιότητα που κατέθεσε εγκαίρως το ποσό, πήρε το πράσινο φως.

Η Γιουροβίζιον δεν είναι η πρώτη περίσταση όπου η Γιάννη Τερζή θα δοκιμαστεί. Ως κόρη του αναγνωρισμένου λαϊκού τραγουδιστή Πασχάλη Τερζή, που διάλεξε ν’ ακολουθήσει τα βήματά του, έμαθε να μάχεται για ν’ ακουστεί η φωνή της και να εκτιμηθεί το ταλέντο της. Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη τον Μάιο του 1980 στη μεγάλη σκιά του Λευκού Πύργου. Μέσα σε μια μουσική οικογένεια, αφού και η μητέρα της ήταν τραγουδίστρια, είχε το πρότυπο της έκφρασης στη σκηνή με στίχους από τα πρώτα χρόνια της ζωής της. Στα πέντε της αγόρασε τον πρώτο της δίσκο ενώ μαζί με τις πρώτες τάξεις του σχολείου ήρθε και η εγγραφή στο ωδείο. Για οκτώ χρόνια σπούδασε πιάνο αλλά όταν μπήκε στην εφηβεία τα άφησε όλα αυτά στην άκρη για να αφοσιωθεί στο διάβασμα. Μετά τις Πανελλαδικές πέρασε στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στον Πειραιά αλλά το εισιτήριο που έκλεισε τελικά για την Αθήνα δεν την έφερε στο πανεπιστήμιο αλλά στις νυχτερινές πίστες. Δεν έκατσε ποτέ στα φοιτητικά έδρανα, αφού συνειδητοποίησε πως ήταν κάτι που δεν το ένιωθε δικό της. Αντ’ αυτού, αποφάσισε να αγκαλιάσει το τραγούδι. Το βάπτισμα του πυρός το είχε πάρει ήδη στη Θεσσαλονίκη όπου συμμετείχε σε τοπικά σχήματα. Μέχρι να βάλει τον χαρακτηρισμό επαγγελματίας δίπλα στο τραγουδίστρια, για τρία χρόνια ερχόταν τη χειμερινή σεζόν στην Αθήνα για να δουλεύει στα νυχτερινά μαγαζιά και τα καλοκαίρια επέστρεφε στη βάση της στη Θεσσαλονίκη. Για να εδραίωση τη θέση της στην βιομηχανία της διασκέδασης, ζήτησε τη συνδρομή του διάσημου πατέρα της, ο οποίος την πήρε κοντά του και την σύστησε στο κοινό ως ανερχόμενη καλλιτέχνιδα. Γεγονός όμως που η ίδια μετάνιωσε στην πορεία της καριέρας της.

Τον Φεβρουάριο του 2006 κυκλοφόρησε το πρώτο της CD «Γύρνα το κλειδί». Στα κομμάτια του η χροιά της παραπέμπει σε λαϊκή τραγουδίστρια. Εκείνη όμως διατείνεται πως είναι μια ποπ προσωπικότητα και φωνή με λαϊκά γυρίσματα. Αλλωστε για την ευχαρίστησή της ακούει περισσότερο ξένη μουσική. Προτιμάει την r’n’b’, τη soul, τη χιπ-χοπ, με ιδιαίτερη αδυναμία στις μαύρες φωνές. Στις νυχτερινές της εμφανίσεις στις μεγάλες πίστες ερμηνεύει τα κομμάτια «Πού και πού» και «Πες μου τι να κάνω» που ξεχώρισαν, χωρίς να γίνουν όμως σουξέ που απογείωσαν την καριέρα της. Μετά το ντεμπούτο της με την Cobalt Music, παίρνει μεταγραφή για την Minos EMI και τρία χρόνια αργότερα κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ «Ασε με τα ταξιδέψω».

Αν και έχει πια την απαραίτητη εμπειρία να διαχειριστεί τα βήματά της στη μουσική βιομηχανία, η απογείωση δεν έρχεται ποτέ, αφού κουβαλάει στη συνείδηση του κόσμου τη βαριά κληρονομιά του πατέρα της. Παίρνει την απόφαση να μετακομίσει στην Αμερική ώστε να αναζητήσει την τύχη της από άλλο μέτωπο της μουσικής.

Στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού, εξέλιξε το ταλέντο της στη συγγραφή στίχων και στη σύνθεση ενώ απασχολήθηκε ως ανιχνευτής ταλέντων για τη δισκογραφική Interscope Records. Το αμερικανικό όνειρο άρχισε να χλομιάζει γι’ αυτήν όταν ο πατέρας της αντιμετώπισε σοβαρά προβλήματα υγείας. Πήρε τη βαλίτσα της κι επέστρεψε στην Ελλάδα, δίνοντας πια τη μάχη της καλλιτεχνικής επιβίωσης από την πατρίδα. Οχημά της στο restart που επιχειρεί να κάνει στην καριέρα της θα είναι σίγουρα η Γιουροβίζιον. Το αν θ’ αντέξει στη σκηνή θα φανεί στο χειροκρότημα και στα δωδεκάρια που θα πάρει από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες τον Μάιο.