Επικοινωνιακά δημιουργεί το εφέ του σκωτσέζικου ντους. Μία κρύο, μία ζέστη. Μία τον αποθεώνουμε, μια τον σταυρώνουμε. Μία Ιησούς, μία Βαραββάς. Ετσι, πριν από δύο εβδομάδες παραληρούσαμε με την ομιλία του δημάρχου Θεσσαλονίκης για την Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος. Για τον τρόπο με τον οποίο ξεσκέπασε τα ιστορικά μας κουκουλώματα. Για τον άμεσο λόγο του που διέλυσε αυταπάτες. Εδώ και τέσσερις μέρες όμως, από ήρωας του ορθού λόγου, έγινε κάτι σαν διαπραγματευτής του εθνικού ανορθολογισμού ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων. Επειδή είπε ότι ίσως θα έπρεπε να αλλάξει η ονομασία του αεροδρομίου Μακεδονία για να μην μπερδεύονται οι αλλοδαποί τουρίστες και νομίζουν ότι προσγειώθηκαν στη γείτονα χώρα. Η ομολογία του ότι τον έπιασαν, κυριολεκτικά, στον ύπνο αφού την επίμαχη δήλωση τη διατύπωσε σε ένα τηλεφώνημα που δέχθηκε μόλις είχε ξυπνήσει, έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα, γιατί θεωρήθηκε πισωγύρισμα. Στην ουσία όμως και οι δύο θέσεις του διέπονται από την ίδια αποστασιοποίηση ως προς τη χρήση των ιστορικών μας μύθων. Ισως και από τις αποστάσεις που συστηματικά παίρνει από κάθε είδους εθνικισμό.

Η αλήθεια είναι ότι οι τόσο προφανείς αντιφάσεις του Γιάννη Μπουτάρη προκαλούν και την αμφιθυμία στο κοινό που άλλοτε τον λατρεύει και άλλοτε λατρεύει να τον μισεί. Ο ίδιος δεν μοιάζει να νοιάζεται και πολύ για την εντύπωση που δημιουργεί. Οχι από σνομπισμό, αλλά από το αχαλίνωτο της προσωπικότητάς του. Σαν ένας ήρωας μυθιστορήματος που τον ενδιαφέρει περισσότερο να δικαιώσει τον συγγραφέα –δημιουργό του παρά να τον συμπαθήσουν οι αναγνώστες. Και η αλήθεια είναι πως η ζωή του θα μπορούσε να γίνει ένα μυθιστόρημα – ποταμός, από αυτά που μέσα από την ιστορία μιας οικογένειας εξιστορούν την ιστορία μιας εποχής, μιας περιοχής, μιας γενιάς.

Με βλάχικη καταγωγή από το Κρούσοβο, το Νυμφαίο Φλώρινας και τη Μοσχόπολη που σήμερα ανήκει στην Αλβανία, γεννήθηκε το 1942 στη Θεσσαλονίκη. Πήγε Δημοτικό στο Πειραματικό Σχολείο του ΑΠΘ (ήταν συμμαθητές με τη Ζωή Λάσκαρη), έβγαλε το Γυμνάσιο στο Κολέγιο Ανατόλια και πήρε το πτυχίο του χημικού από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο γιος της Φανής Μίσιου (είχε μεγάλη αδυναμία στη μητέρα του στην οποία μοιάζει πολύ φυσιογνωμικά) και του οινοποιού Στέλιου Μπουτάρη στα πρώτα του νεανικά χρόνια πίστεψε ότι μπορεί να πάει κόντρα στην οικογενειακή παράδοση της οινοποιίας και ονειρευόταν να γίνει εμποροπλοίαρχος. «Η ενασχόλησή μου με τα κρασιά όμως ήταν μοίρα, όχι απόφαση» έχει πει.

Στα φοιτητικά του χρόνια γνώρισε την Αθηνά Μιχαήλ. Την ερωτεύτηκε σφόδρα και δήλωσε στους γονείς του πως αν δεν την παντρευτεί, θα πεθάνει. Την παντρεύτηκε και μαζί της απέκτησε τα τρία του παιδιά, τον Στέλλιο, τη Φανή και τον Μιχάλη. Το 1981 χώρισαν. «Επειδή μπουκώσαμε να είμαστε μαζί» λέει. Εκείνη την εποχή όμως οι δουλειές του είχαν ανοίξει, ήταν υπεραπασχολημένος, ενώ στη ζωή του είχε μπει ήδη το ποτό. Μια τραυματική περιπέτεια στην οποία αναφέρεται με θάρρος και παρρησία. «Πολλοί όταν πίνουν γίνονται κλαψιάρηδες ή ενοχλητικοί ή επιθετικοί. Εγώ ήμουν μάλλον γλυκός. Βέβαια, στην πραγματικότητα, ένας μεθύστακας ήμουν» έχει πει σε συνέντευξή του στο Protagon. Οταν αποφάσισε να σταματήσει το ποτό γύρισε στην Αθήνα, παρόλο που η Αθηνά είχε ήδη μία άλλη σχέση. Τον δέχθηκε με την προϋπόθεση ότι δεν θα ξαναπιεί. Τότε μπήκε σε κέντρο αποτοξίνωσης και από το 1991 δεν έχει ξαναβάλει αλκοόλ στο στόμα του. Δεν ξαναπαντρεύτηκαν, έμειναν όμως μαζί μέχρι το 2007 που η Αθηνά πέθανε από καρκίνο. Πρόσφατα δήλωσε ότι της έδινε, με ιατρική συμβουλή, κάνναβη για να την ανακουφίσει από τους πόνους. Ο ίδιος άλλωστε σε κοινή συνέντευξη με τον Γιώργο Καμίνη στον Σταύρο Θεοδωράκη τις παραμονές των δημοτικών εκλογών του 2010 παραδέχτηκε ότι έχει δοκιμάσει ναρκωτικά.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970 άρχισε να αγοράζει τις πρώτες εκτάσεις και να δημιουργεί τον μεγάλο αμπελώνα στη Νάουσα. Τα επόμενα είκοσι χρόνια κυριάρχησε στην οινική αγορά αναβαθμίζοντας την ποικιλία του ξινόμαυρου και καλλιεργώντας τα κριτήρια και τις απαιτήσεις του μέσου έλληνα καταναλωτή. Εως το 1995 η εταιρεία είχε αναπτυχθεί εξαιρετικά, αλλά τότε, λόγω διαφορών με τον αδελφό του Κωνσταντίνο, δημιούργησε τη δική του ετικέτα Κυρ Γιάννης. Παράλληλα είχε ιδρύσει τον Αρκτούρο για την προστασία της αρκούδας (σε μια εποχή που η οικολογία δεν είχε ακόμη αναχθεί σε κοινωνική αξία) και είχε δημιουργήσει τον οικισμό στο Νυμφαίο. Φανατικός του μπασκετικού Αρη, τη χρυσή εποχή του ελληνικού μπάσκετ, παραδέχεται ότι έχει χρηματοδοτήσει την αγαπημένη του ομάδα με 400.000.000 δραχμές μέσα σε οκτώ χρόνια. Η διεκδίκηση του Δήμου Θεσσαλονίκης το 2010 ήρθε ως φυσική κατάληξη της ενασχόλησής του με τα κοινά που άρχισε το 1992 με την ίδρυση της Ενωσης Πολιτών Θεσσαλονίκης.

Η προσωπικότητα του Γιάννη Μπουτάρη αναδύεται μέσα από τις αντιθέσεις του ως επιχειρηματίας, δήμαρχος, πολίτης, κοινωνικό ον. Ενα κράμα αστού και μποέμ σε τέτοιες αναλογίες ώστε το ένα χαρακτηριστικό να αναδεικνύει το άλλο. Είτε αποτυπώνεται στο ντύσιμό του (τατουάζ και χαϊμαλιά με καλοραμμένα πουκάμισα και χειροποίητα παπούτσια) είτε στην ισορροπία ανάμεσα στην ελαφρότητα του προεκλογικού του συνθήματος «Γουστάρεις; Μπουτάρης» και στην απόφασή του να αποταθεί σε ιδιώτες για να μαζέψουν τα σκουπίδια κατά τη διάρκεια της πολυήμερης περσινής απεργίας. Ενας δήμαρχος που τον έχουμε δει ντυμένο τσολιά ή να ποζάρει με κιμονό είναι σίγουρα ένας άνθρωπος που δεν σε αφήνει να πλήξεις. Ισως γιατί ο ίδιος μοιάζει να μην πλήττει ποτέ.