Στο προσκήνιο των ημερών είναι η διάσημη ελληνίδα μεσόφωνος που συνεργάζεται πρώτη φορά με την Εθνική Λυρική Σκηνή. Ερμηνεύει τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας στην «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους σε σκηνοθεσία του επίσης διεθνούς Γιάννη Κόκκου, που παρουσιάζεται στο Πάρκο του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος ώς το τέλος του μήνα. Η σταρ επιστρέφει στη γενέτειρα για την πρεμιέρα της Νέας Λυρικής. Στην πίσω πλευρά αυτής της διαδρομής μένουν αναγκαστικά οι λεπτομέρειες που έκαναν μέχρι σήμερα τη διαφορά. Τα μαθήματα πιάνου σε ηλικία 6 ετών στη Λευκάδα. Η συμμετοχή ενός μικρού κοριτσιού στη χορωδία και τις συναυλίες του Μουσικοφιλολογικού Ομίλου Ορφέας. Οι στιγμές που το κορίτσι περιμένει να φύγει η οικογένειά του στην παραλία για να ανοίξει το ραδιόφωνο του σπιτιού, να πιάσει έναν ιταλικό σταθμό και να κλάψει ακούγοντας όπερα.

Κι ύστερα ήρθαν οι σπουδές στο Ελληνικό Ωδείο Αθηνών (με τη Νουνούκα Φραγκιά – Σπηλιοπούλου) και τον Ιανουάριο του 1965 η υποτροφία «Μαρία Κάλλας» (το ίνδαλμα που δεν θα συναντήσει ποτέ στη διαδρομή), με την οποία συνεχίζει σπουδές στις Μουσικές Ακαδημίες Μονάχου και Φρανκφούρτης. Από την εποχή εκείνη κρατά η γνωριμία και η φιλία με τον Χρήστο Λαμπράκη που θα παραμείνει ανεξίτηλη μέχρι το τέλος. «Οι μουσικές του γνώσεις ήταν κυριολεκτικά απίστευτες» θα δηλώσει το 2009 στο «Βήμα». «Δίπλα στη γνωριμία μου με τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν βάζω και τον Χρήστο Λαμπράκη αλλά με πολύ μεγαλύτερο συναισθηματικό δεσμό».

Η επιλογή του λυρικού τραγουδιού από νεαρή ηλικία δείχνει χωρίς άλλες φιοριτούρες το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη: μεθοδικότητα, στοχοπροσήλωση, αλλά και εμμονή για τις χαραμάδες της καθημερινότητας. Εκτός από φωνητική θα σπουδάσει θεατρική υποκριτική και γερμανική λογοτεχνία και θα ανεβεί στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου. Αλλά μέχρι σήμερα η Λευκάδα της παιδικής ηλικίας παραμένει μια ανάμνηση και μια κρυμμένη ευαισθησία (δεν είναι τυχαία ίσως η απόδοσή της στο μπελκάντο ρεπερτόριο).

Οπως συνήθως συμβαίνει στις περιπτώσεις των λυρικών ερμηνευτριών, ο κοσμοπολιτισμός γίνεται τρόπος ζωής σε μια αλληλουχία από καλλιτεχνικά ορόσημα. Μέχρι τη φετινή Κλυταιμνήστρα, άλλωστε, η Αγνή Μπάλτσα έχει υποδυθεί τον ίδιο ρόλο ήδη οκτώ φορές: από το Τόκιο και το Αμβούργο ώς τη Φλωρεντία και το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (το 2007, σε μουσική διεύθυνση Γιόχαν Αρνέλ και σκηνοθεσία Μίχαελ Χάμπε).

Ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν είναι ένας κόσμος χωριστά. Το 1973 συνεργάζονται στην ηχογράφηση της «Missa Solemnis» του Μπετόβεν, αλλά και στη «Λειτουργία της στέψης» του Μότσαρτ και το «Τε Ντέουμ» του Μπρούκνερ το 1975. Δύο χρόνια αργότερα ανοίγουν το Φεστιβάλ Ζάλτσμπουργκ με τη «Σαλώμη». Ο μαέστρος και η Ηρωδιάδα θα συνεργαστούν στενά για τα επόμενα 15 χρόνια και ο Κάραγιαν θα την χαρακτηρίσει τη «σπουδαιότερη δραματική μεσόφωνο της εποχής». Στο Ζάλτσμπουργκ θα επανέλθουν το 1986 με μια ιστορική παράσταση: η ίδια ερμηνεύει την Εμπολι στον «Ντον Κάρλο» του Βέρντι. Στο πόντιουμ θα ακολουθήσουν άλλοι σπουδαίοι μαέστροι, από τον Ρικάρντο Μούτι και τον Σέιζι Οζάουα μέχρι τους Μπερνστάιν και Αμπάντο.

Ο κατάλογος με τους ρόλους της θυμίζει αφιέρωμα στην ιστορία της όπερας, αλλά είναι η «Κάρμεν» στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης, τη δεκαετία του 1980 που ξεσηκώνει φρενίτιδα ενθουσιασμού. Είναι επίσης ο ρόλος με τον οποίο πρωτοεμφανίζεται στην Ελλάδα (το 1984 με την Οπερα της Ζυρίχης, έχοντας πλάι της τον Χοσέ Καρέρας στον ρόλο του Δον Χοσέ). Εκτοτε θα επισκεφτεί αρκετές φορές την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη (1987, 1988, 1993, 1994, 1995). Η ελληνική της στιγμή, παράλληλα, περιλαμβάνει και μία συνεργασία με τον Σταύρο Ξαρχάκο το 1985, καρπός της οποίας υπήρξε ο δίσκος που κυκλοφόρησε από την Deutshe Grammophon με τίτλο «Songs my country taught» με τρία τραγούδια του Θεοδωράκη, ισάριθμα του Χατζιδάκι, τέσσερα του Ξαρχάκου και (τιμής ένεκεν) την «Αχάριστη» του Τσιτσάνη. Ο Μάνος Χατζιδάκις διατηρεί τις ενστάσεις του και δημοσίως: «Θεωρώ τελείως ακατάλληλη την κυρία Μπάλτσα να πει τραγούδια μου σ’ αυτόν το δίσκο, για τον οποίο κανένας δεν ζήτησε την άδειά μου. Καταθέτω αγωγή για ασφαλιστικά μέτρα κατά της Ντόιτσε Γκράμοφον, ζητώντας να αφαιρεθούν τα τραγούδια μου, διαφορετικά θ’ απαιτήσω αποζημίωση 40 εκατομμυρίων δραχμών». Υπό τη διεύθυνση του Μίκη, αντιθέτως, θα τραγουδήσει το 1992 στην έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων της Βαρκελώνης και κατά την είσοδο της ολυμπιακής σημαίας στο στάδιο, ενώ το 1996 στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ατλάντας θα ερμηνεύσει εκ νέου τα «Τραγούδια της πατρίδας μου» υπό τη διεύθυνση του Στ. Ξαρχάκου.

Η φετινή επαναφορά προέκυψε ύστερα από πρόταση του καλλιτεχνικού διευθυντή της Λυρικής Σκηνής Γιώργου Κουμεντάκη την οποία αρχικά η Αγνή Μπάλτσα αρνήθηκε. Η εσωτερική πυξίδα, ωστόσο, γρήγορα ξαναβρήκε κατεύθυνση, γεγονός που επιβεβαιώθηκε στο χειροκρότημα και στα σφυρίγματα των θεατών. Μ’ αυτόν τον τρόπο η μαθήτρια από τη Λευκάδα που έκλαιγε πάνω από ένα ραδιόφωνο συνάντησε τη –γερμανόφωνη –Κλυταιμνήστρα που σφαδάζει μέσα στο ανακτορικό δώμα από τα χτυπήματα του Ορέστη (Δημήτρης Τηλιακός). Επιδεικνύοντας την ίδια στοχοπροσήλωση όπως και στο ξεκίνημα της πορείας της, η Αγνή Μπάλτσα συμμετείχε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι στις πρόβες αποκαλύπτοντας τη συνέχεια πίσω από το ταλέντο και την αξία της διάρκειας πίσω από τις επιδόσεις.