Τη γνώρισα στον δρόμο. Αρκετά χιλιόμετρα έξω από την Ελλάδα, αγωνιούσε πώς θα ειδοποιήσει τον περιπτερά της να της κρατήσει «την εφημερίδα»: το φύλλο των «ΝΕΩΝ» της 19ης Αυγούστου 2017… Εκ πρώτης όψεως ήταν μια γυναίκα της διπλανής πόρτας. Με μια πιο προσεκτική ματιά αναγνώριζες σε εκείνη μια καλλιεργημένη αναγνώστρια. Μια φανατική λάτριδα του τυπωμένου χαρτιού. Πιστή φίλη των «ΝΕΩΝ» από το 1963, η Δήμητρα Σβηνέλη συμβολίζει τον αναγνώστη μιας άλλης εποχής και την ελπίδα ότι οι εφημερίδες μπορεί να κλυδωνίζονται, να πονάνε, να αλλάζουν, αλλά δεν πεθαίνουν…

Μιλά για τους αρθρογράφους που πέρασαν από τις σελίδες του αθηναϊκού Τύπου σαν να είναι γνωστοί της. «Είχα την τύχη να τους γνωρίσω μέσα από τα γραπτά τους αυτά τα 54 χρόνια. Γι’ αυτό κι ένιωσα πίκρα και μελαγχολία τις ημέρες που δεν είδα την εφημερίδα στο περίπτερο, σαν να άδειασε η ζωή μου» λέει. «Ανήκω στη γενιά του ’60, στη γενιά των Λαμπράκηδων, που διαβάζαμε κρυφά «ΤΑ ΝΕΑ» ψάχνοντας για τις πολιτικές σκέψεις με άξονα την παιδεία, τον πολιτισμό και πάνω από όλα την άριστη ενημέρωση, με όποιες ενστάσεις είχαμε» συνεχίζει. «Ο πατέρας μου ήταν αριστερός, διάβαζε την «Αυγή» και την «Ελευθερία» του Κόκκα, ήταν εφημερίδες που πολιτικά μάς κάλυπταν. Εγώ έπαιρνα «ΤΑ ΝΕΑ» από την τελευταία τάξη του σχολείου και εντατικά άρχισα να τα αγοράζω την εποχή της χούντας. Υπήρχαν ισχυρά γεγονότα τότε, η δολοφονία του Λαμπράκη, η Αποστασία και για εμάς τους 18άρηδες και τους 20άρηδες που θέλαμε να μάθουμε τα πάντα η εφημερίδα ήταν σημαντική. Την εποχή εκείνη ο περιπτεράς μού την έδινε διπλωμένη κι εγώ την έφερνα στο σπίτι και τη διάβαζα. Από την άλλη υπήρχαν ονόματα που σε τραβούσαν. Οταν διάβαζες έναν Ψαθά, όταν έγραφε ο Τερζάκης και άλλοι συγγραφείς, πώς να την αφήσεις; Θυμάμαι τη μάνα μου που έλεγε: «Να δω πώς θα προκόψουμε εδώ μέσα, μια ο πατέρας το πρωί, μια η κόρη το μεσημέρι»».

Στο πατάρι του σπιτιού της και σε μια βιβλιοθήκη στο σαλόνι φυλά προσεκτικά εκατοντάδες αποκόμματα εφημερίδων, τα παλιότερα από τα οποία έχουν τυπωθεί την δεκαετία του ’60. «Διαβάζω «ΤΑ ΝΕΑ» και «Το Βήμα» από το 1963 και διατηρώ αρχείο τους με όλα τα γεγονότα –πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά –της κάθε χρονιάς. Σε αυτό υπάρχουν μεταξύ άλλων φωτογραφίες του δικτάτορα Παπαδόπουλου όπως δημοσιεύονταν τότε, όλα όσα είχαν γραφτεί για την υπόθεση ΑΣΠΙΔΑ και πολλά άλλα. Τα έχω κρατήσει, γυρίζω πίσω και τα κοιτάζω. Κάποια στιγμή οι εφημερίδες έγιναν ντάνα, θα έπρεπε να φύγω εγώ από το σπίτι για να χωρέσουν. Οπότε σε μια μετακόμιση αποφάσισα να κρατήσω αποκόμματα. Τα αποθήκευσα και σε μια βιβλιοθήκη κρατώ ένα αρχείο της τελευταίας οκταετίας, από τον καιρό της οικονομικής κρίσης» λέει. Στη βιβλιοθήκη αυτήν αντικρίζει κανείς δεκάδες αναγνώσματα. Το «Εγκλημα και τιμωρία» σε μετάφραση Παπαδιαμάντη του 1901, τα άπαντα του Βιζυηνού, του Κολοκοτρώνη, δεκάδες βιβλία που μαρτυρούν μια λάτριδα του διαβάσματος.

Ομως, η εφημερίδα για τη Δήμητρα Σβηνέλη είναι παρέα. Ενας καθημερινός σύντροφος, τις ώρες του μεσημεριού, με ένα φλιτζάνι καφέ. Και η ανάγνωση αυστηρά προσωπική υπόθεση. «Διαβάζω την εφημερίδα πάντα στο σπίτι και θέλω να είμαι μόνη μου εκείνη την ώρα. Γι’ αυτό διαβάζω συνήθως το μεσημέρι που κοιμούνται όλοι. Ξεκινώ από την τελευταία σελίδα, τα μεγάλα γράμματα δεν με εκφράζουν. Και κάθε μέρα μαθαίνω κάτι. Καταρχάς με την εφημερίδα έμαθα σωστά ελληνικά. Και είναι και συντροφιά. Στη μοναξιά μου έπαιρνα το λεωφορείο από του Ζωγράφου, πήγαινα στη Βουλιαγμένη ή εκεί όπου είναι σήμερα ο κήπος του Βυζαντινού Μουσείου, καθόμουν και διάβαζα. Με τις ώρες. Χανόμουν σε αυτό το περιβάλλον. Γι’ αυτό και μου λείπει η εφημερίδα, τη θέλω».

Οπως κάθε κλασικός αναγνώστης, η Δήμητρα Σβηνέλη δεν κάνει διακρίσεις στο τι διαβάζει. «Με ενδιαφέρουν κυρίως τα πολιτικά και οικονομικά θέματα, όμως αγαπώ και το πολιτιστικό. Αγαπούσα τον Κώστα Σταματίου, τον Γιώργο Πηλιχό, τον Ρούσσο Βρανά, γενικώς μου άρεσε που το Συγκρότημα δεν είχε πρόβλημα να έχει και ανθρώπους με αριστερό παρελθόν και εξορίες. Παράλληλα είχε κεντρώους και σοβαρούς δεξιούς. Από τους παλιούς δημοσιογράφους θυμάμαι τη Μαρία Παπαδοπούλου που έκανε τηλεοπτικό και πολύ παλιά, επειδή ο πατέρας μου έπαιρνε «Το Βήμα», διάβαζα τον Βαρίκα και τον Παλαιολόγο. Επίσης, μου άρεσε πολύ ο Ψαθάς. Θυμάμαι ότι είχε φύγει ένα φεγγάρι από την εφημερίδα για να πάει στην «Ελευθεροτυπία». Παρότι εκείνος έφυγε, εγώ έμεινα. Συνέχισα εκεί».

Η ίδια αντιμετωπίζει, άλλωστε, τον Τύπο με την πραγματική διάσταση του μέσου επικοινωνίας: Συνδιαλέγεται με τις εφημερίδες, καταθέτει τη γνώμη της, γράφει επιστολές και στέλνει mail. Πιστεύει στη δύναμη του έντυπου μέσου. «Δεν νομίζω ότι οι εφημερίδες θα πεθάνουν. Αντιθέτως» λέει. «Υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι σαν εμένα. Μπήκε και η τηλεόραση στη ζωή μας, αλλά δεν μπόρεσε να μου δώσει αυτά που μου προσφέρει η εφημερίδα. Το Διαδίκτυο έχει ειδήσεις, αλλά η εφημερίδα δεν είναι απλώς ειδήσεις, έχει κείμενο με υπογραφές. Το μόνο που με ανησυχεί είναι τι θα γίνει το αρχείο μου όταν φύγω από τη ζωή» λέει. «Αυτό με στενοχωρεί, δεν θέλω να μου το πετάξουν στον δρόμο…».