«Πόσο πολύ θα ήθελα να είχα γράψει εγώ αυτήν τη μουσική!». Πώς αισθάνεται άραγε ένας συνθέτης να ακούει να βγαίνουν από το στόμα του Μάνου Χατζιδάκι αυτά τα λόγια; Μόλις είχε ακούσει τι είχε δημιουργήσει ο Χρήστος Λεοντής το 1977 για τους «Αχαρνής» του Κάρολου Κουν. Η απάντησή του περιγράφει με τον πιο ευκρινή τρόπο τον τρόπο που υποδέχθηκε το κολακευτικό σχόλιο: «Πόσο θα ήθελα κι εγώ να είχα γράψει τους «Ορνιθες»». Το 1964, σε ηλικία 26 ετών είχε εκδώσει την «Καταχνιά», ακολούθησαν η «Ανάσταση ονείρων», «Δώδεκα παρά πέντε», «Αχ! έρωτα» και ένα χρόνο αργότερα το έργο που έμελλε να σφραγίσει τη συνθετική του δημιουργία, το «Καπνισμένο τσουκάλι, με τις αξεπέραστες ερμηνείες του Νίκου Ξυλούρη, της Τάνιας Τσανακλίδου και την καταλυτική σύμπραξη του ίδιου του ποιητή Γιάννη Ρίτσου στην απαγγελία (στον δίσκο ερμηνεύει και ο Βασίλης Μπάρνης, με ηχόχρωμα πολύ κοντά σε εκείνο του Μανώλη Μητσιά).

Ο Χρήστος Λεοντής θαύμαζε πάντα τους ποιητές που με την πρώτη ανάγνωση σού αφήνουν το απόσταγμα της σκέψης και του αισθήματός τους. Τέτοιοι ποιητές είναι για εκείνον ο Σεφέρης, ο Ελύτης και ο Ρίτσος. Επεδίωκε τον εναγκαλισμό των κειμένων τους με τη συνθετική του δημιουργία. Διάφορές συγκυρίες δεν του επέτρεψαν να το κάνει. Ηρθαν όμως τα γεγονότα της Νομικής το 1973: «Ο κόσμος προσπαθούσε να συμπαρασταθεί με όποιο τρόπο μπορούσε στα παιδιά που είχαν κάνει κατάληψη, εγώ κλείστηκα σπίτι μου φέρνοντας συνέχεια στη σκέψη μου την ποίηση του Ρίτσου, γιατί μόνο αυτή εξέφραζε εκείνη τη στιγμή εκείνο που αισθανόμουν.

Βρήκα μάλιστα ένα από τα λιγότερο γνωστά του έργα, το «Καπνισμένο τσουκάλι» από τη συλλογή «Αγρύπνια». Ομολογώ ότι μπροστά μου ανοίχτηκε ένας διάπλατος ορίζοντας, που ούτε καν μπορούσα να το φανταστώ για ένα ποίημα γραμμένο σε άλλη εποχή, το 1948, κάτω από άλλες συνθήκες».

Μόλις ολοκλήρωσε το «Καπνισμένο τσουκάλι», τηλεφώνησε στον Ρίτσο και ζήτησε να τον δει, «κυρίως γιατί στα τραγούδια είχα κάνει κάποιες μικροαυθαιρεσίες τεχνικής φύσεως (είχα μετατοπίσει κάποιους στίχους ή τους επαναλάμβανα στο τέλος)» και ήθελε να τον ενημερώσει. Εγραψε σε μία μαγνητοταινία τελείως πρόχειρα τα τραγούδια και του την πήγε. Την άκουσε μόνος του και την επομένη τού τηλεφώνησε ενθουσιασμένος: «Αισθάνομαι –του είπε –πως έχουν μια δύναμη που ούτε κι εγώ ο ίδιος δεν την είχα φανταστεί. Τα ποιήματα πήραν μιαν άλλη δυναμική και βγήκε μπροστά το στοιχείο της αισιοδοξίας, του αγώνα σε όλο του το εύρος και την ομορφιά. Γιατί ο αγώνας δεν είναι μόνο η μάχη, είναι και η ομορφιά της ζωής μετά τη μάχη. Και τα τραγούδια τούτα φέρνουν στο φως όλη αυτή την ομορφιά».

Ο Χρήστος Λεοντής γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης στις 11 Μαΐου 1940. Στην εκκλησία της ενορίας είχε την πρώτη επαφή με τη μουσική, ψέλνοντας. Παράλληλα με τη βυζαντινή μουσική ήρθε σε επαφή με το παραδοσιακό τραγούδι και δη το κρητικό που βεβαίως θα εμποτίσει τη δημιουργία του. Μαθαίνει μαντολίνο και βιολί. Το 1952, μικρό παιδί ακόμη, κάνει τις πρώτες συνθετικές προσπάθειες πάνω σε κείμενα μεγάλων εορτών. Τελειώνοντας το γυμνάσιο το 1957, έρχεται στην Αθήνα και φοιτά στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη των θεωρητικών με δασκάλους τον Μενέλαο Παλλάντιο και τον Γιάννη Παπαϊωάννου. Συνέχισε τις σπουδές του στο Conservatoire National de Musique στο Παρίσι με δάσκαλο τον Allen Weber όπου διδάχθηκε αρμονία, αντίστιξη και φούγκα.

Το μουσικό του ιδίωμα έχει καταγραφεί μέσα από πολλά έργα στο θέατρο, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και το τραγούδι. Ο Μίκης Θεοδωράκης ευθύνεται για τον τρόπο με τον οποίο άρχισε να ανακαλύπτει την αξία των λόγων, του στίχου, στη μουσική. Οπως έχει παραδεχθεί πολλές φορές ο Χρήστος Λεοντής, ο Μίκης τον ελευθέρωσε από τον ακαδημαϊσμό του ωδείου. Οταν άκουσε τον «Επιτάφιο», άνοιξαν παράθυρα με καινούργια θέα στο σύμπαν του τραγουδιού και τότε συνειδητοποίησε ότι το τραγούδι –βεβαίως με τους όρους και τις συνθήκες ενός τόσο σπουδαίου έργου –δεν είναι ένα ευτελές είδος όπως μέχρι εκείνη την στιγμή διδασκόταν στις αίθουσες των ωδείων.

Αλλάξανε οι εποχές οι φορτισμένες πολιτικά με ισχυρά ιδεολογικά πρόσημα. Ο Χρήστος Λεοντή μένει σκυμμένος πάνω από την τέχνη του. Πριν λίγο καιρό εξέδωσε το CD «Φλόγα που καίει» με υπότιτλο «Της μνήμης, της ξενιτιάς, του έρωτα και της φωτιάς». Αυτός θα είναι και ο τίτλος της παράστασης στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου –χθες και σήμερα –όπου εκτός από τα τραγούδια του δίσκου περιλαμβάνονται και αποσπάσματα από όλα τα έργα του. Αν όμως αναζητήσει κανείς έναν ακόμη συνδετικό κρίκο αυτών θα βρει το όνομα του ποιητή Δημήτρη Λέτζου, αφού από τα 34 τραγούδια που θα ακουστούν στην παράσταση τα 15 φέρουν την υπογραφή του.

Ο Χρήστος Λεοντής συνεργάστηκε μαζί του για πρώτη φορά το 2007 όταν εξέδωσαν το CD «Ερωτας αρχάγγελος» και αισθάνθηκε ιδεολογική συγγένεια με ό,τι ενυπάρχει στα ποιήματά του. Τι ενώνει όμως το ισχυρό δημιουργικό παρελθόν του δημιουργού Λεοντή με το ιδιότυπο και θολό σήμερα; «Κάθε εποχή έχει τους ήρωές της, τους πολιτικούς της, τα κείμενά της, τους ποιητές της. Υπάρχει όμως μια ανάσα που διαποτίζει το χθες με το σήμερα μέσα από τα έργα μου και αυτό είναι η αισιοδοξία. Απ’ αυτό δεν θα παραιτηθώ ποτέ».