Οχι μόνο η Γαλλία αλλά ολόκληρη η Ευρώπη αποχαιρετά τη Σιμόν Βέιλ, την επιζήσασα του Ολοκαυτώματος που, μεταξύ άλλων, έγινε η πρώτη πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Τον θάνατό της ανακοίνωσε ο γιος της Ζαν: «Η μητέρα μου πέθανε σήμερα το πρωί στο κρεβάτι της. Θα γινόταν 90 χρονών στις 13 Ιουλίου». Λίγα λεπτά αργότερα ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν έγραψε στο twitter: «Το παράδειγμά της αποτελεί έμπνευση για τους συμπατριώτες μας».

Η Σιμόν Βέιλ είχε αποσυρθεί από τα δημόσια πράγματα της χώρας της το 2007. Παρέμενε όμως ένα από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα για τους Γάλλους όλων των πολιτικών αποχρώσεων και όλων των πολιτικών πεποιθήσεων. Γεννημένη το 1927 στη Νίκαια, συνελήφθη σε ηλικία μόλις 16 ετών από τα SS και μεταφέρθηκε μαζί με τη μητέρα της Ιβόν και την αδελφή της Μαντλέν στη Γερμανία, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Αουσβιτς. Ο αριθμός που γράφτηκε με τατουάζ στο χέρι της ήταν 78561. Ο πατέρας της και ο αδελφός της που οδηγήθηκαν προς τη Λιθουανία, δεν επέστρεψαν ποτέ. Η μητέρα της πέθανε από τύφο στο στρατόπεδο. Η ίδια και η Μαντλέν απελευθερώθηκαν από τα συμμαχικά στρατεύματα τον Απρίλιο του 1945. Μαζί με την άλλη τους αδελφή, η οποία είχε περάσει στην αντίσταση, είναι οι μοναδικές επιζήσασες της οικογένειας.

Η εμπειρία θα σημαδέψει ασφαλώς ολόκληρη τη ζωή της. Επιστρέφοντας στη Γαλλία και χάρη στο γεγονός ότι είχε πάρει το μπακαλορεά μία ημέρα πριν από τη σύλληψή της, θα εγγραφεί στη Νομική και στη συνέχεια στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών, ενώ μετά το τέλος των σπουδών της εντάσσεται στο δικαστικό σώμα. Η δικαστική καριέρα την οδήγησε το 1970 στη θέση της γενικής γραμματέως του Ανώτατου Συμβουλίου Δικαιοσύνης. Οπως έγραψε η ίδια στην αυτοβιογραφία της, το πάθος για την πολιτική μπήκε στη ζωή της το 1971 με αφορμή τον διορισμό της στο διοικητικό συμβούλιο της γαλλικής τηλεόρασης. Μετά την εκλογή του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν στην προεδρία της Γαλλίας το 1974, ο πρωθυπουργός Ζακ Σιράκ της αναθέτει το υπουργείο Υγείας για να γίνει η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της χώρας που αναλαμβάνει υπουργικό χαρτοφυλάκιο.

Η Βέιλ δεν άργησε να γράψει ιστορία ως πολιτικός. Ηταν αυτή που έδωσε τη μητέρα όλων των μαχών για την αποποινικοποίηση της άμβλωσης και ο γαλλικός Τύπος γεμίζει με σελίδες επί σελίδων από τις περιγραφές της οξύτατης διαμάχης στο Κοινοβούλιο ανάμεσα σε αυτή τη φεμινίστρια υπουργό με τις φιλελεύθερες ιδέες και τις αδιαπραγμάτευτες αρχές και στην υπερσυντηρητική πτέρυγα της Δεξιάς. Η οξύτητα του «ντεμπά» στη γαλλική εθνοσυνέλευση μπορεί να αποτυπωθεί από μία και μόνο σκηνή, της οποίας πρωταγωνιστής ήταν ένας βουλευτής που έφερε μέσα στην αίθουσα ένα νεκρό έμβρυο διατηρημένο σε φορμόλη. Για την αντίδραση του πιο συντηρητικού τμήματος της κοινωνίας αρκεί και πάλι μία και μόνο σκηνή: το σύνθημα που έγραψαν κάποιοι στην πόρτα του σπιτιού της «Βέιλ = Χίτλερ». Ο «νόμος Βέιλ» ωστόσο περνάει. Και η Γαλλία θα γίνει η πρώτη καθολική χώρα που επιτρέπει τη διακοπή της εγκυμοσύνης.

Η επόμενη πρωτιά που δίνει η Σιμόν Βέιλ στο γυναικείο φύλο είναι η εκλογή της στη θέση της προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Θα υπηρετήσει το αξίωμα από το 1979 έως το 1982. Οταν πλέον αφήνει την έδρα του προέδρου, θα ηγηθεί της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Φιλελευθέρων. «Η Ευρωπαϊκή Ενωση» θα έγραφε και πάλι στην αυτοβιογραφία της για εκείνα τα χρόνια, «με συμφιλίωσε με τον 20ό αιώνα». Η επιστροφή της στη Γαλλία το 1993 σηματοδοτεί μια άλλη συμφιλίωση: αναλαμβάνει και πάλι το υπουργείο Υγείας, αυτή τη φορά υπό τον πρωθυπουργό Εντουάρ Μπαλαντίρ. Στη συνέχεια γίνεται μέλος του Συνταγματικού Συμβουλίου, πρόεδρος του Ιδρύματος για τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.

Το πάθος για την πολιτική δεν την εγκατέλειψε ποτέ, όπως αποδεικνύεται και από την «κριτική» στήριξη που προσέφερε στον Νικολά Σαρκοζί στις προεδρικές εκλογές του 2007. Οι πολιτικές της θέσεις πάντως δεν θολώνουν την εικόνα της στο άλλο στρατόπεδο. Σε δημοσκόπηση του 2014 ανακηρύσσεται η γυναίκα που εκτιμούν περισσότερο από όλες οι Γάλλοι. Πολλοί παρατηρητές της γαλλικής δημόσιας ζωής, όλων των αποχρώσεων, έβλεπαν στο πρόσωπό της μια ιδανική πρόεδρο για το Μέγαρο των Ηλυσίων. Εκείνη τους αποθάρρυνε πάντα. «Είμαι πολύ ανεξάρτητη για έναν τέτοιο ρόλο» ήταν το μάντρα της. «Δεν αισθάνομαι ότι έχω την ικανότητα να διαχειριστώ μια τόσο μεγάλη εξουσία» προσέθετε ταπεινοφρόνως δίνοντας ακόμη ένα παράδειγμα της αίσθησης που είχε για το μέτρο της ευθύνης.

Ο άνθρωπος της ζωής της ήταν ο Αντουάν Βέιλ, τον οποίο η Σιμόν Ζακόμπ γνώρισε ως φοιτήτρια στο ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών. Ηταν έναν χρόνο μεγαλύτερός της, παντρεύτηκαν τον Οκτώβριο του 1946. Θα ήταν η αρχή μιας ευτυχισμένης προσωπικής ζωής αν το 1952 δεν έχανε σε τροχαίο δυστύχημα την αδελφή της Μαντλέν και τον ανιψιό της Λικ. Ο πόνος της ήταν τεράστιος: η Μαντλέν ήταν το μόνο πρόσωπο στον κόσμο με το οποίο μπορούσε να μιλήσει και να μοιραστεί την εμπειρία του εκτοπισμού της στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τον Αντουάν Βέιλ τον έχασε πριν από τρία χρόνια, τον δεύτερο γιο της το 2002. Αφήνει πίσω της δύο παιδιά και πολλά εγγόνια.