«Ελα, πάμε στο πάρτι των ευρωπαίων νέων παραγωγών», μου είπαν, και πήγα. Σε κλαμπάκι κάπου στο Mitte, με μια γερμανόφωνη μπάντα στον πάνω όροφο να επιδίδεται σε ένα όχι και τόσο πειραματικό «ανεξάρτητο» ροκ (μουσικά θύμιζαν αρκετά τους Radiohead των δυο πρώτων δίσκων) και τους υπόλοιπους να γεμίζουν το υπόγειο. Ωραίος κόσμος, φρέσκος, όλοι λίγο πολύ με το ίδιο σουλούπι: μακρύ (αλλά όχι υπερβολικά μακρύ) μαλλί, δήθεν ατημέλητο, πουκαμισάκι, γιλέκο και καμπαρντίνα αλα Μπόγκαρτ (ευτυχώς τα κορίτσια είχαν ένα πιο ελεύθερο στιλ). Οι μπύρες τσάμπα, λέει, τα ποτά τα πληρώνετε. Μπύρες. Και κουβέντες για χορηγείες: Από την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και από τα εθνικά κέντρα κινηματογράφου κάθε συμπαραγωγού χώρας, από τοπικές πολιτιστικές οργανώσεις (πρωταθλήτρια στις επιχορηγήσεις η Αυστρία, μαθαίνω). Στην Ελλάδα τι γίνεται; Φτώχεια καταραμένη, μιας και το κέντρο δίνει ψίχουλα (ας όψεται το απερχόμενο ΔΣ που έβαζε τρικλοποδιά σε πολλές θετικές απόπειρες – ας περιμένουμε τις αλλαγές) και οι ιδιώτες που διαθέτουν ένα κάποιο βάθος σκέψης (σαν τον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο), ελάχιστοι.

Αλλά αρκετά! Έχουμε και άλλο πάρτυ, που γίνεται στο Neue Heimat, για την ταινία του Αντρέας Ντρέσεν «Ενώ ονειρευόμασταν». Μα, λέω, την έθαψα την ταινία. Δεν πειράζει, ας πάμε και σ’ άλλο ένα βερολινέζικο κλαμπ. Στημένο σε περιοχή βιομηχανική, σαν το Γκαζι, δίχως όμως τα ψευτοφτιασίδια. Και χορός. Παω στο μπαρ. Τα κρασιά και οι μπύρες τσάμπα, μου λένε. Κρασί. Οι πρωταγωνιστές της ταινίας, χαιρετούν, μιλούν με συναδέλφους (δικούς τους, και δικούς μου), ενώ από τα ηχεία ακούγονται οι Genesis και το Invisible Touch. Περνάει η ώρα, και πάω να φύγω για το ξενοδοχείο – αύριο το πρωί έχουμε προβολές. Σκάει μήνυμα στο κινητό από γερμανό φίλο: «Που είσαι; Έχει πάρτυ στο Ritter Butzke! Χωρίς προσκλήσεις!». Λες;

Το Ritter Butzke μοιάζει και αυτό με παλιό εργοστάσιο, χωρισμένο στα δυο: το κλαμπ και το chill-out κομμάτι του. Στο μπαρ, ο τσάμπας πέθανε. Τζιν τόνικ παρακαλώ. Δυο πεντάμορφες dj στα decks με τα πικ-απ τους (ναι, μόνο βινύλιο παίζει εδώ) δίνουν ρέστα. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις στους έλληνες clubbers τι ακριβώς συμβαίνει στο βερολίνο και ποιά η εδώ «σχολή» των disc jockeys. Αρκεί να σας πω πως άκουσα από Stranglers και Boney M, μέχρι Χατζιδάκι (ναι, από το Χαμόγελο της Τζοκόντα) και soundtracks ιταλικών ταινιών τρόμου – και ενδιαμέσως αρκετή punk και jazz. Κι αν αυτά που διαβάζετε δε βγάζουν νόημα, πιστέψτε με, αν ήσασταν στο Ritz Brukner χθες, θα έβγαζαν: ο κόσμος δε σταμάτησε λεπτό να χορεύει. Κατά τις τρεις και μισή, σκέφτομαι πως έχω πρωινό ξύπνημα – κι εκεί που πάω να βάλω το σακκάκι και να την κοπανήσω, μπαίνει το «Que je t’aime» από Johnny Hallyday. Επίτηδες το κάνουν. Πέντε παρά, βρίσκομαι επιτέλους στο ταξί του γυρισμού. Στο δρόμο, παραλίγο να τρακάρουμε: Βγαίνουμε εκτός δρόμου και αποφεύγουμε μια κολώνα την τελευταία στιγμή. Βλέπετε, το χιόνι έχει μετατρέψει την άσφαλτο σε παγωτό (κι εδώ όπως κι εκεί, μαθαίνω).

Την επομένη μέρα, στις 9 το πρωι, προβαλλόταν το τελευταίο φιλμ του Αλεξέι Γκέρμαν (του νεώτερου, καθώς ο πατέρας του είναι μια ήδη αναγνωρισμένη, σχεδόν μυθική φιγούρα του ρωσικού κινηματογράφου) με τίτλο «Κάτω από ηλεκτρισμένα σύννεφα». Σηκώθηκα στις 11.30, δίχως πονοκέφαλο (που σημαίνει πως τα ποτά ήταν παντού πεντακάθαρα) κατορθώνοντας να προλάβω στο τσακ την ταινία του Βιμ Βέντερς «every thing will be fine». Βγαίνοντας από την αίθουσα, ευχόμουν να είχα κοιμηθεί αγκαλιά με την κολώνα. Ή απλά, να είχα φύγει ξημερώματα.