Με βρήκε στους δρόμους του Φεστιβάλ (έναν καφέ έπινα κάπου στα Λαδάδικα) συγγενής έλληνα σκηνοθέτη (κινηματογραφιστής και ο ίδιος) και μου τα έψαλε δυνατά κι ωραία (ή άσχημα, εξαρτάται πως το αξιολογεί κανείς) για τη σχετική αναφορά σε ανταπόκριση μου. Εμαθα πολλά – μεταξύ άλλων πως εγώ ευθύνομαι για το κύμα των σκηνοθετών που αναγκάζεται να φύγει στο εξωτερικό για να κάνει το σινεμά του. Λες και εδώ δεν μπορεί ο καθένας να κάνει, τελικά, ό,τι ταινια θέλει!

Ο συγχωρεμένος ο Γιώργος Τζιώτζιος το έλεγε καλύτερα: «Προτιμώ την παρέα των περισσότερων ελλήνων σκηνοθετών από τις ταινίες τους!». Γιατί άλλο οι σκηνοθέτες και άλλο οι ταινίες τους. Βλέπετε, όλοι εκει έξω είναι σίγουροι πως έχουν κάνει μια σπουδαία ταινία. Αν λοιπόν η «αλήθεια» τους συμπίπτει με το φιλμ το ίδιο, τότε όλες οι ταινίες είναι σπουδαίες…

Κάτι που επίσης δεν θα μπορούσαν να το δεχτούν αρκετοί έλληνες κινηματογραφιστές – πώς θα μπορούσαν μετά άλλωστε να καταθάψουν τις προσπάθειες των συναδέλφων τους; Γιατί φυσικά, εκείνο το μεσημέρι δεν τα άκουσα μόνο για τις ελληνικές ταινίες που δε μου άρεσαν αλλά και για αυτές που… μου άρεσαν (ταινίες που ταξίδεψαν σε μεγάλα Φεστιβάλ του εξωτερικού – αλλά αυτό, φυσικά, είναι μια άλλη ιστορία που φαντάζομαι πως θα κρύβει μιαν ακόμα «ίντριγκα»).

Η ψυχραιμία μου εκνεύριζε ολοένα και περισσότερο τον οργισμένο συνομιλητή – που κολακευτικά χαρακτηρίζω συνομιλητή μιας και δεν είχε καμία διάθεση για διάλογο. Στη Θεσσαλονίκη τα περιμένεις αυτά, είναι η αλήθεια.