Πέντε φορές βρέθηκε υποψήφιος για Oσκαρ ο Πολ Μαζέρσκι – τρεις για σενάριο, μία για διασκευασμένο σενάριο και άλλη μια γι’ αυτό της καλύτερης ταινίας. Ο ίδιος όμως θα προτιμούσε να είχε κάνει καριέρα στην υποκριτική – γι αυτό μπήκε στη show-biz άλλωστε. Και την μεγάλη πρωταγωνιστική του στιγμή δεν την είδαμε (σχεδόν) ποτέ: ήταν ο πρωταγωνιστής του «Fear and desire», της πρώτης μεγάλου μήκους ταινίας του… Στάνλεϊ Κιούμπρικ. Δυστυχώς, το αποτέλεσμα ήταν τόσο φτωχό, που ο σκηνοθέτης εξαφάνισε κάθε κόπια: σχεδόν κανείς δεν είχε δει το φιλμ μέχρι και πριν δυο χρόνια – όταν δηλαδή κυκλοφόρησε σε blu-ray. Όλα αυτά το 1953. Δυο χρόνια αργότερα, ο κολλητός του Πολ, ο Τζον Κασσαβέτης, τον προτείνει για τον ρόλο ενός αλητάκου στη «Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» του 1955.

Από ρόλο σε ρόλο (συνήθως μικρό), ο Μαζέρσκι κατορθώνει να χτίσει μια κάποια καριέρα, μέχρι που, στα 28 του χρόνια, βλέπει τους «Βιτελόνι» του Φεντερίκο Φελίνι. Βγαίνει από την αίθουσα ταραγμένος. Και αποφασίζει να ταξιδέψει στην Ιταλία για να γνωρίσει τον μεγάλο Ιταλό δημιουργό. Τα λεφτά όμως δεν αρκούν. Έτσι, προκειμένου να πραγματοποιήσει το όνειρο του, αρχίζει να γράφει. Αρχικά, για τις ανάγκες του σίριαλ «The monkees», όπου πρωταγωνιστούσε η γνωστή σαχλομπάντα που οι παραγωγοί προσπαθούσαν να προωθήσουν ως… αμερικανική απάντηση στους Beatles. Αμέσως μετά, ξεκινά δουλειά στο σενάριο του φιλμ «Μπορώ να φιλήσω την πεταλούδα σου;» – μη γελάτε, αυτός ήταν ο ελληνικός τίτλος του «I love you, Alice B. Toklas!», κι όπως βλέπετε, ο αγγλικός δεν είναι καλύτερος. Ο Μαζέρσκι υποτίθεται πως θα σκηνοθετούσε κιόλας, αλλά ο διάσημος πρωταγωνιστής αρνείται. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι ιστορίες που κυκλοφορούν για την επιθετική ιδιοσυγκρασία του Πίτερ Σέλερς, που θα επιτεθεί στον σκηνοθέτη κατηγορώντας τον πως… φλερτάρει με τη σύζυγο του. «Ήμουν αθώος! Δεν μπορούσα να καταλάβω τι σου συνέβαινε οπότε υπέθεσα πως απλώς δε με γουστάρει».

Το επόμενο σενάριο του όμως θα απαιτήσει να το σκηνοθετήσει. Κι έτσι προέκυψε μια από τις σημαντικότερες αμερικάνικες ταινίες των ‘60s, το «Μπομπ, Κάρολ, Τεντ και Άλις». Σκηνοθετημένο το 1969, το φιλμ παρακολουθεί την ιστορία δυο φιλικών ζευγαριών που αποφασίζουν, μέσα στο «ελεύθερο» κλίμα τη εποχής, να στήσουν ένα μεταξύ τους όργιο, ιδέα που, αρχικά καρποφορεί. Μόλις όμως βρίσκονται και οι τέσσερις γυμνοί σ’ ένα κρεβάτι, παγώνουν. Και σιωπηλά, σηκώνονται, ντύνονται, και γυρίζουν στα σπίτια τους και στις «συμμαζεμένες» αλλά και θλιβερές ζωές τους. Η ταινία (με τους Έλιοτ Γκουλντ, Ντάιαν Κάνον και Νάταλι Γουντ, που έγιναν αμέσως σταρ) γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ο Μαζέρκσι ήταν έτοιμος να γνωρίσει τον Φελίνι – αντί να πάει όμως αυτός στην Ιταλία, αποφασίζει να φέρει τον Φελίνι στο Χόλιγουντ, προτείνοντας του έναν μικρό ρόλο στην επόμενη του δουλειά ονόματι «Alex in Wonderland»: η ιστορία ενός πετυχημένου σκηνοθέτη (τον ενσαρκώνει ο Ντόναλντ Σάδερλαντ) που πιεσμένος από τα στούντιο για άλλο ένα μεγάλο σουξέ, χάνεται στον κόσμο της φαντασίας του. Ε, πόσο πιο Φελινικό; Δυστυχώς, το φιλμ αυτό σήμερα είναι αδύνατον να βρεθεί, αξίζει όμως τον κόπο – κυρίως για τις cameo εμφανίσεις της Ζαν Μορό.

Και οι επιτυχίες συνεχίζονται: Το «Blume in love» του 1973 με τον Τζορτζ Σίγκαλ σαρώνει στα ταμεία και συγκεντρώνει αποθεωτικές κριτικές, το «Χάρι και Τόντο» του 1974 χαρίζει ένα Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου στον παλαίμαχο Αρτ Κάρνεϊ ενώ το «Μια παντρεμένη γυναίκα» του 1978 φέρνει τον Μαζέρκσι υποψήφιο για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Αποφασίζει να μεταφέρει την σεξπηρική «Τρικυμία» στη μεγάλη οθόνη (και στη σύγχρονη εποχή!), γράφει ένα φιλόδοξο σενάριο και παίρνει τηλέφωνο τον φίλο του τον Τζον Κασσαβέτη. Αναζητά χώρους, αλλά τίποτα δεν τον γοητεύει. «Πήγαινε στη Πελοπόννησο!» του λέει ο Μιχάλης Κακκογιάννης. Τελικά, ο ιδανικός χώρος για τα γυρίσματα θα βρεθεί στο Γύθειο. Το καστ εντυπωσιακό, καθώς τον Κασσαβέτη πλαισιώνουν οι Βιτόριο Γκάσμαν, Σούζαν Σαράντον, Τζίνα Ρόουλαντς και ο Ραούλ Τζούλια στο ρόλο του βοσκού «Καλιμπάνου». Το φιλμ βγαίνει στις αίθουσες το 1982 – θα αποτελέσει όμως την πρώτη του εμπορική αποτυχία.

Παρ’ όλα αυτά, ο Μαζέρκσι θα επιστρέψει με το μεγαλύτερο σουξέ της καριέρας του, το «Μούτρο του Μπέβερλι Χιλς», με τους Νικ Νόλτε, Μπέτι Μίντλερ και Ρίτσαρντ Ντρέιφους – έξυπνο ριμέικ μιας κλασσικής γαλλικής φάρσας, όπου ένας αλήτης αποφασίζει (ανεπιτυχώς) να αυτοκτονήσει σ’ ένα πλουσιόσπιτο, διαταράσσοντας τις ισορροπίες μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Οι εισπράξεις θα ξεπεράσουν τα 200 εκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως – όλα αυτά το 1986.

Ο Μαζέρκσι, στη συνέχεια, θα αφοσιωθεί πότε σε φιλμ μικρότερης εμβέλειας, πότε σε ντοκιμαντέρ και πότε στην κριτική (εργαζόταν στο περιοδικό Vanity Fair). Ενδιαμέσως έβρισκε και λίγο χρόνο για να εξασκεί το επάγγελμα του ηθοποιού, σε πετυχημένες σειρές όπως το «The Sopranos» και το «Curb your enthusiasm». Είναι κρίμα που το όνομα του δε σημαίνει και τόσα στους νεώτερους σινεφίλ. Γιατί ο Μαζέρκσι επαναπροσδιόρισε όσο λίγοι την αμερικάνικη κωμωδία, ποτίζοντας την με μια μελαγχολία πολύ πριν τις αντίστοιχες προσπάθειες του Γούντι Άλεν.

Σήμερα, ένα μεγάλο μέρος της φιλμογραφίας του, περιμένει να ανακαλυφθεί.