Θα σας εξομολογηθώ κάτι: Από ξενύχτι και μεθυσμένος γέμισα μια τσάντα με ό, τι βρήκα, Σάββατο πρωί και κατέβηκα στον Πειραιά για Μύκονο. Από την γέφυρα του Ηλεκτρικού τα καράβια που κάπνιζαν μου δημιουργούσαν στις 07:15 π.μ. την ίδια ακριβώς αίσθηση που είχα και παιδί όταν πήγαινα στο νησί.

Η εικόνα όμως του καραβιού «Νήσος Μύκονος» δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντική. Ο στρατός του μπότοξ και των τατουάζ, το target group του Star Channel και κάτι ντυμένοι εφοπλιστές (που δεν έχουν ούτε σχεδία στην ιδιοκτησία τους) περίμεναν σε μια τεράστια ουρά κρατώντας φρέντο εσπρέσο σε πλαστικό.

Ενα μοναχικό πλήθος που θα επιχειρήσει αυτές τις ώρες του τριήμερου να μαϊμουδίσει τις εικόνες των περιοδικών (όσων απόμειναν), να κάμει σέλφι για να τους δει ο φίλος που δεν εξέδραμε και να γυρίσουν εύτακτοι και θλιμμένοι το βράδυ της Δευτέρας στην πόλη για μια δουλειά ή μια ανεργία που τους περιλαμβάνει.

Οχι, δεν είμαι σνομπ, από τον κόσμο παίρνω χαρά, το έχω κάνει κι εγώ πολλές φορές αυτό το σισύφειο ταξιδάκι που στάθηκε γενναιόδωρο όλα αυτά τα χρόνια σε έρωτες, μεθύσια και γέλιο.

Τώρα όμως είμαι πολύ κουρασμένος, η ουρά ήταν μεγάλη, το hangover μου εφιαλτικό. Εκανα μεταβολή, κοίταξα λίγο το πλοίο που γέμιζε με τους προλετάριους της εκβιαστικής χαράς, επέστρεψα στον Ηλεκτρικό και αποκοιμήθηκα σε ένα κάθισμα για δέκα στάσεις. Συγνώμη, μάνα θα τα πούμε τον Σεπτέμβριο