Φθινόπωρο 1994. Εξω από το ΕΑΚ Γλυφάδας στέκω μόνος περιμένοντας υπομονετικά τον Ζαρκο Πάσπαλ(ι-ε). Παίκτης πια του Παναθηναϊκού, ύστερα από μια λαμπρή καριέρα στον Ολυμπιακό, έκανε την τελευταία προπόνηση πριν από την πρώτη αναμέτρηση με την ομάδα που είχε «αναστήσει»!

«Οχι φίλε! Δεν θέλω να μιλήσω» είπε και πέρασε βιαστικά από δίπλα μου! Απογοήτευση με κυρίεψε. Οχι για τον χρόνο που χάθηκε στο κρύο. Για τον χρόνο που χάθηκε για τη δουλειά. Για την αποτυχία να επιστρέψω στα γραφεία «ΤΩΝ ΝΕΩΝ» με θέμα. Το άγχος θα μου έκανε συντροφιά στο μακρύ ταξίδι από τη Γλυφάδα μέχρι τη Σταδίου και τη Χρήστου Λαδά 3.

Θα μετρούσε κάθε στάση του λεωφορείου με την ίδια αγωνία που θα μετρούσε ένα-ένα τα λεπτά που θα χάνονταν. Ποτέ δεν είχα καλές σχέσεις με την ώρα, αλλά τόσα αργά και χωρίς θέμα πίσω στην εφημερίδα δεν είναι το ίδιο…

«Επ! Τι κάνεις εσύ εδώ;» ακούστηκε να λέει πίσω μου μια φωνή, μετά το γνώριμο τρίξιμο της αλουμινένιας κεντρικής πόρτας του ΕΑΚ Γλυφαδας.

«Κύριε Πρόεδρε! Τι κάνετε; Να, ήρθα να μιλήσω με τον Ζάρκο, αλλά αρνήθηκε!»

– «Γιατί αρνήθηκε το παλιόπαιδο; Εφυγε; Που είναι για να του πω να σου μιλήσει…»

– «Εφυγε Πρόεδρε. Ευχαριστώ πολύ… Δεν πειράζει».

– «Περίμενες ώρα αγόρι μου;»

– «Ε… λιγάκι».

– «Και τώρα; Τώρα τι θα κάνεις;»

– «Θα πάω στην εφημερίδα».

– «Εχεις αυτοκίνητο; Μηχανή;»

– «Οχι».

– «Ελα τότε μαζί μου. Θα σε πάω εγώ στο γραφείο σου. Στα «ΝΕΑ» δεν δουλεύεις;»

– «Μάλιστα στα «ΝΕΑ». Σας ευχαριστώ πολύ, αλλά δεν το δέχομαι. Ευχαριστώ».

Ο πρόεδρος ήταν ανένδοτος. Επέμενε πιεστικά παρότι το Σύνταγμα δεν έχει καμία σχέση στη διαδρομή από τη Γλυφάδα στα Β.Π. Μπήκε στη θέση του οδηγού της Mercedes του και κάθισα δίπλα.

Ευγενής και προσηνής, πάντα με ένα ζεστό χαμόγελο να στολίζει τα χείλη, ρωτούσε για τη δουλειά, για όσους συναδέλφους μου γνώριζε αλλά και για τους υπόλοιπους, για την οικογένεια μου, μέχρι να με αφήσει μπροστά στη Βουλή. «Αγόρι μου είναι πρόβλημα να σε αφήσω εδώ ώστε να μην μπω στα στενάκια και να φύγω απευθείας για το σπίτι;» με ρώτησε και φυσικά έτσι κι έγινε.

Μου ήταν αδιανόητο όλο αυτό το σκηνικό και για αυτό μου έχει μείνει αξέχαστο. Να με πάει ο Παύλος Γιαννακόπουλος από την Γλυφάδα στο γραφείο μου; Εμένα; Εναν ασήμαντο 23χρονο δημοσιογραφάκο; Να οδηγεί ο ίδιος; Να κυκλοφορεί δίχως σωφέρ, χωρίς σωματοφύλακες;

«Παιδί μου, τι να τον κάνω τον σωφέρ; Γιατί να έχω σωματοφύλακες; Τέτοιους έχουν όσοι έχουν κάτι να φοβηθούν. Οσοι έχουν κάνει κακό και φοβούνται. Εμένα μου δίνει ζωή που σταματούν αυτοκίνητα δίπλα μου και οι οδηγοί τους με χαιρετούν, μου λένε ότι με αγαπούν. Δεν έχω κανένα λόγο να έχω σωματοφύλακες» μου εξήγησε τότε και το ίδιο επαναλάμβανε με περηφάνια θαρρώ κάθε φορά που κάποιος τον ρωτούσε.

Κι όμως το βράδυ της Πέμπτης, στο ματς του Παναθηναϊκού με την Ουνικάχα Μάλαγα, το ΟΑΚΑ ήταν γεμάτο bodyguards. Οχι μόνο στα επίσημα, αλλά ακόμη και στα δημοσιογραφικά έδρανα, έξω από τα αποδυτήρια, παντού. Όχι ο Παύλος Γιαννακόπουλος δεν άλλαξε απόψεις, ούτε απέκτησε φόβους. Άλλωστε δεν ήταν εκεί…