Με αιματηρές εξεγέρσεις για τρόφιμα να ξεσπούν σε φτωχές χώρες και με την Κίνα να πλησιάζει γρήγορα τα δυτικά επίπεδα κατανάλωσης, εμείς στις ΗΠΑ με τους περισσότερους υπέρβαρους πρέπει να επαναπροσδιορίσουμε τι πρέπει να τρώμε. Επιστήμονες συμπεραίνουν πως, εκτός από τη μείωση της ρύπανσης από τα αυτοκίνητα και τις βιομηχανίες, το να τρώμε λιγότερο κρέας μπορεί να βοηθήσει στην επιβράδυνση της ανόδου της θερμοκρασίας στον πλανήτη.

«Στους πληθυσμούς με υψηλότερο εισόδημα, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την κατανάλωση κρέατος απαιτούν τον ίδιο έλεγχο μ΄ αυτές από τα οχήματα και τα αεροπλάνα», σύμφωνα με τους υπογράφοντες μια έρευνα που δημοσιεύτηκε το περασμένο φθινόπωρο στην ιατρική επιθεώρηση «Lancet». Οι ερευνητές, από τη Βρετανία, την Αυστραλία και τη Χιλή, διαπίστωσαν ότι με την παγκόσμια παραγωγή κρέατος και γάλακτος να οδεύει προς διπλασιασμό ώς τα μέσα του αιώνα, οι ποσότητες μεθανίου και νιτρώδους οξειδίου που απελευθερώνονται λόγω της κτηνοτροφίας είναι σημαντικές. Τα ζώα της κτηνοτροφίας καταλαμβάνουν σχεδόν το ένα τρίτο της ξηράς στη Γη. Τα αέρια του θερμοκηπίου που οφείλονται στις αγροτικές δραστηριότητες αποτελούν περίπου το 22% όλων των εκπομπών στον κόσμο. Σύμφωνα με την έρευνα, η σταθεροποίηση των αγροτικών εκπομπών θα απαιτούσε την κατά 10% μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης κρέατος. Στην περίπτωση αυτή θα υπήρχαν και άλλα οφέλη, όπως χαμηλότερα ποσοστά καρδιακών νόσων, καρκίνου του παχέος εντέρου και παχυσαρκίας, καθώς και συντήρηση του οικοσυστήματος προς όφελος όλων των ειδών. Παρομοίως, η έκθεση «Κατάσταση του Κόσμου 2008» του Ινστιτούτου Worldwatch χαρακτηρίζει το κρέας και τα ψάρια «τα πιο ακριβά συστατικά της παγκόσμιας δίαιτας». Ένα τεράστιο πρόβλημα στις πλούσιες χώρες είναι το ότι, ακόμη κι όταν άνθρωποι περιορίζουν ή σταματούν το κρέας για λόγους υγείας, συχνά το αντικαθιστούν με ψάρια που βρίσκονται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας των ωκεανών και κινδυνεύουν όλο και περισσότερο με εξαφάνιση, όπως ο ξιφίας, ο τόνος ή ο καρχαρίας.

Οι πλουσιότερες χώρες θα πρέπει κάποια στιγμή να επιλέγουν λιγότερο προϊόντα που βρίσκονται υπό εξαφάνιση ή των οποίων η παραγωγή είναι ιδιαίτερα επιβλαβής. «Το να τρώμε λιγότερο από τις τροφές αυτές», αναφέρεται στην έκθεση, «είναι ένα είδος επένδυσης στο μέλλον, αφού θα σημάνει τη σωτηρία οικογενειακών αγροκτημάτων, θα βελτιώσει τους βοσκότοπους, θα μειώσει τη μόλυνση των υδάτων και, στην περίπτωση των άγριων ψαριών, θα τα προστατέψει από την εξαφάνιση».