«Κάθε βιβλιοπωλείο συμπυκνώνει τον κόσμο. Είναι οι διάδρομοι ανάμεσα στα ράφια και όχι οι εναέριες διαδρομές που ενώνουν μια χώρα και τις γλώσσες της, με τις απέραντες περιοχές όπου ομιλούνται άλλες γλώσσες. Δεν είναι κάποιο διεθνές σύνορο που πρέπει να διασχίσει κανείς παρά ένα βήμα –ένα απλό βήμα –αυτό που σε κάνει να αλλάξεις τοπίο (και τοπωνύμια και χρονική περίοδο): ένα βιβλίο που έχει εκδοθεί το 1976 βρίσκεται δίπλα σε κάποιο άλλο που εκδόθηκε χθες, που μόλις κατέφθασε και μυρίζει λιγνίνη (της οικογενείας της βανίλιας)· μια μονογραφία περί των προϊστορικών μεταναστεύσεων συμβιώνει με μια μελέτη για τις μεγαλουπόλεις του 21ου αιώνα· μετά τα άπαντα του Καμί βρίσκεις εκείνα του Θερβάντες (σε κανέναν άλλο χώρο δεν είναι τόσο αληθής ο στίχος του Ζουζέπ ΒισένςΦος: «Με συναρπάζει το καινούργιο και με γοητεύει το παλιό»). Δεν είναι μια εθνική οδός, αλλά μια διαδρομή από σκάλες ή μάλλον ένα κατώφλι ή ίσως ούτε καν αυτό: να δεις τα πράγματα από την ανάποδη, αυτό που ενώνει ένα είδος με κάποιο άλλο, μια επιστήμη ή μια εμμονή με το αντίθετό τους που συχνά τις συμπληρώνει: το αρχαίο ελληνικό δράμα με το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, τη μικροβιολογία με τη φωτογραφία, την ιστορία του Φαρ Ουέστ με τα λαϊκά μυθιστορήματα για καουμπόηδες, την ινδική ποίηση με τα Χρονικά των Ινδιών, την εντομολογία με τη θεωρία του χάους».

Οι λίγες αυτές γραμμές από τα «Βιβλιοπωλεία –Ο χάρτης του κόσμου από έναν αναγνώστη» (εκδόσεις Ποταμός, 2018) του 42χρονου ισπανού συγγραφέα Χόρχε Καριόν, στην εξαιρετική μετάφραση του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, δεν μπορούν να κάνουν την ίδια εντύπωση σε κάποιον που δεν διαβάζει καθόλου βιβλία (το ήμισυ του ελληνικού ενήλικου πληθυσμού, παρακαλώ πολύ, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη), σε κάποιον περιστασιακό αναγνώστη και σε κάποιον εθισμένο με την ανάγνωση. Οποτε γίνεται λόγος για περιστασιακούς αναγνώστες, αυτούς που συναπαντάμε σωρηδόν στις παραλίες τέτοια εποχή με το τελευταίο best seller δίπλα στις ρακέτες και το αντηλιακό, ο νους μου τρέχει συνειρμικά σε δύο αιχμηρά αποφθέγματα του εκδότη Σταύρου Πετσόπουλου και του συγγραφέα Πέτρου Μάρκαρη, που λειτουργούν συμπληρωτικά και ανατροφοδοτούνται. «Οποιο βιβλίο πουλάει πάνω από τρεις χιλιάδες αντίτυπα», έλεγε ο Πετσόπουλος, «τα πουλάει για λάθος λόγους». «Best seller είναι το βιβλίο», όριζε με τη σειρά του ο Μάρκαρης, «που διαβάζουν εκείνοι που δεν διαβάζουν βιβλία». Σημειώστε ότι αμφότεροι δεν ήταν άμοιροι εκδοτικών επιτυχιών, τουναντίον· δεν μιλούσε λοιπόν η κακεντρέχεια μεταμφιεσμένη σε άποψη, αλλά η μετά λόγου γνώσεως αντίληψη που ξεχώριζε τον περιστασιακό αναγνώστη από τον εθισμένο.

Ομοια με όλους τους εθισμένους, όποιος και αν είναι ο εθισμός τους –τα χαρτιά, το σεξ, το αλκοόλ, η πρέζα ή ό,τι άλλο -, έτσι και ο εθισμένος αναγνώστης δυσκολεύεται να εξηγήσει στον περιστασιακό (πόσω μάλλον στον τενεκέ ξεγάνωτο) ποια είναι εκείνη η ακατανίκητη βαρυτική δύναμη που τον κρατάει δέσμιο εφ’ όρου ζωής, πλήρως εξαρτημένο από τα βιβλία και με όλα τα συμπτώματα επώδυνου στερητικού συνδρόμου από την έλλειψή τους. Αυτήν την mission impossible αναλαμβάνει ο Καριόν στα «Βιβλιοπωλεία» του. Μας προσκαλεί να επιβιβαστούμε στη δική του κιβωτό και να επισκεφθούμε μαζί του τους παράξενους όσο και σαγηνευτικούς «τόπους λατρείας» για τους απανταχού βιβλιόφιλους που μπορεί να απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα από τη γειτονιά μας -στο Τόκιο, στο Κέιπ Τάουν ή στο Μπουένος Αϊρες –αλλά, για φαντάσου, ίσως βρίσκονται και λίγες εκατοντάδες μέτρα από το σπίτι μας, όπως στη Στοά του Βιβλίου, καθώς έχει πλέον αθόρυβα επικρατήσει να αποκαλείται η Στοά Πεσμαζόγλου.

Μολαταύτα, δεν πρέπει να σχηματίσετε την εσφαλμένη εντύπωση ότι τα «Βιβλιοπωλεία» είναι απλώς ένας ψαγμένος ταξιδιωτικός οδηγός. Οπως ακριβώς συμβαίνει και με την είσοδό μας σε ένα βιβλιοπωλείο, όπου από τη μια στιγμή στην άλλη είναι πιθανόν να καταδυθούμε στον 15ο αιώνα ή να εκτοξευθούμε στον 23ο, ο Καριόν επιχειρεί ταυτοχρόνως ένα ταξίδι στον χώρο και στον χρόνο. Οι πληροφορίες που μας παρέχει δεν είναι αποκλειστικά ανεκδοτολογικού ενδιαφέροντος για φετιχιστές με πολύ ειδικευμένα γούστα –πού έπινε τον καφέ του ο Μπέκετ ή πού σύχναζε ο Ελιοτ, ποιοι επιφανείς συγγραφείς ή ποιοι επιφανείς πελάτες καθαγίασαν το συγκεκριμένο βιβλιοπωλείο με την παρουσία τους. Μαζί με αυτές (και υπάρχουν πάμπολλες από αυτές) ο Καριόν προσκομίζει και τις πληροφορίες που πιστοποιούν τον βιολογικό κύκλο των βιβλιοπωλείων –διότι, ναι: όμοια με εμάς, τα βιβλιοπωλεία γεννιούνται, ακμάζουν και πεθαίνουν σηματοδοτώντας συχνά την ακμή και την παρακμή, όχι μόνο της ευρύτερης περιοχής, αλλά και ολόκληρης της χώρας. Ασχολείται ακόμη και με την «μετά θάνατον» ζωή των βιβλιοπωλείων: κάποια –όπως το σχεδόν αιωνόβιο Catalonia στη Βαρκελώνη –μετατρέπονται σε φαστφουντάδικα, ενώ κάποια άλλα –όπως το θρυλικό Libreria Mundo στην Κολομβία –συνεχίζουν να υφίστανται μονάχα μέσα στις σελίδες αυτογραφιών, όπως στη «Ζω για να τη διηγούμαι» του Μάρκες (ένα πεπρωμένο, είμαι σίγουρος, πολύ του γούστου τους) ή κερδίζουν την αθανασία στο Διαδίκτυο ως εικονικά πλέον βιβλιοπωλεία.

Τέλος, ο Καριόν φέρνει στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτό που πάντοτε υποψιαζόμασταν, τουλάχιστον εμείς οι εθισμένοι: τα βιβλία δεν αποτυπώνουν μονάχα την εποχή τους, αλλά και την διαμορφώνουν. Εάν συνδέετε τα βιβλιοπωλεία –και κατ’ επέκταση την ανάγνωση –με φιλήσυχη δραστηριότητα αργόσχολων προνομιούχων, το βιβλίο του Καριόν θα θέσει την άποψή σας σε ισχυρή δοκιμασία. Εδώ θα συναντήσετε τον Χίτλερ και τον Στάλιν ως βιβλιοφάγους, αλλά και τον Μάο ως βιβλιοπώλη. Εδώ θα εντοπίσετε και τους τέσσερις τόμους μιας έκθεσης στη Γουατεμάλα όπου καταγράφονταν με στοιχεία περί τις 54.000 παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στη διάρκεια σχεδόν τριάντα έξι χρόνων στρατιωτικής δικτατορίας. Την παρουσίασε με υπερηφάνεια τον Ιούλιο του 1998 ο επίσκοπος Χεράρντι. Δυο μέρες μετά την παρουσίαση βρέθηκε με το κεφάλι του πολτοποιημένο σε σημείο που δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστούν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ναι, τα βιβλία ψυχαγωγούν κι επιμορφώνουν. Ενίοτε και δολοφονούν.

Επιτρέψτε μου ένα υστερόγραφο σε προσωπικό τόνο. Τόσο η συνομήλική μου Αναστασία Λαμπρία, η εκδότρια της ελληνικής μετάφρασης των «Βιβλιοπωλείων», όσο κι εγώ, περάσαμε τα νεανικά μας χρόνια στο εμβληματικό Βιβλιοπωλείο της Εστίας επί της οδού Σόλωνος 60 (τώρα είναι φαρμακείο). Εκεί, στο γραφείο της Μαρίνας Καραϊτίδη, της «κυρίας Μάνιας», είχαμε το σπάνιο προνόμιο να πάρουμε γεύση από μια πνευματική ζωή που αργότερα οι κατοπινοί, οι λιγότερο τυχεροί από εμάς, θα την συναπαντούσαν μονάχα στα βιβλία. Οπως λέει και η γνωστή διαφήμιση: «Αξία; Ανεκτίμητη».