Οι βαθύτερα χαραγμένες μνήμες μας, εκείνες που πιο δύσκολα ξεθωριάζουν, είναι οι παιδικές. Θυμάμαι το καλοκαίρι του 1974, το καλοκαίρι που έγινα οκτώ χρονών, ως αναστάσιμο. Ο κόσμος -αγκυλωμένος μέχρι τότε και βλοσυρός, καταθλιπτικά «ελληνοχριστιανικός» –από τη μια μέρα στην άλλη ξεμαρμάρωσε, πλημμύρισε από χρώματα και ευωδιές.

Με την επιστράτευση της 20ής Ιουλίου η κατασκήνωση διαλύθηκε, ήρθαν και μας παρέλαβαν οι γονείς μας. Δεν θα με ξύπναγε πλέον η σφυρίκτρα του ομαδάρχη, δεν θα κουτρουβαλούσα σκουντούφλης στο γήπεδο για την πρωινή προσευχή, δεν θα έτρεχα όλη μέρα σε αθλοπαιδιές, χορωδίες, ζωγραφική με ψηφίδες και λοιπές –ψυχαγωγικές δήθεν –δραστηριότητες. Μπορούσα να αράζω στο δωμάτιό μου, να ζωγραφίζω ή να διαβάζω Ιούλιο Βερν. Στο ραδιόφωνο εκφωνούνταν οι καλούμενες κλάσεις, ο μπαμπάς μου τη γλίτωσε παρατρίχα, υπερέβαινε στο τσακ το όριο ηλικίας. Τα μαγαζιά και τα γραφεία υπολειτουργούσαν σάμπως να είχαν κηρυχτεί γενικές διακοπές. Οι άνθρωποι κατέβαιναν στο κέντρο της Αθήνας μόνο και μόνο για να ακούσουν κάναν ψίθυρο, μήπως και φωτιστούν για το τι ακριβώς συνέβαινε, προς τα πού πήγαινε η κατάσταση. Οι εφημερίδες κυκλοφορούσαν λογοκριμένες. Ο υπόκωφος αναβρασμός μεγάλωνε ώρα με την ώρα. Ελπιζαν όλοι σε κάτι που δεν τολμούσαν καν να το ονοματίσουν για να μην το γρουσουζέψουν.

Η είδηση ότι η χούντα έπεσε –εξαερώθηκε ακριβέστερα -, πως ο Καραμανλής επιστρέφει από το Παρίσι διαδόθηκε από στόμα σε στόμα πριν ανακοινωθεί επισήμως. Την επομένη ξύπνησα και είχαμε Δημοκρατία. Η μαμά μου έβαλε στη διαπασών έναν παλιό δίσκο του Θεοδωράκη –όχι με θούρια, με χαρούμενα τραγούδια, τη «Μυρτιά», τη «Μαργαρίτα – Μαργαρώ». Μαγεύτηκα. Ηταν σα να ‘χαν γκρεμιστεί οι τοίχοι και να φυσούσε μες στο σπίτι μας το δροσερότερο μελτέμι. Σαν να μάς έλουζε άπλετο φως. «Είχα μια θάλασσα στο νου κι ένα περβόλι του ουρανού…». Ετσι μού αποκαλύφθηκε το ελληνικό καλοκαίρι.

Την ίδια ευδαιμονία ένιωσα προχθές το βράδυ στο Κατράκειο, στη Νίκαια. Αεικίνητος στο πόντιουμ, ευλογημένος με μια αιώνια λες νεότητα, ο Σταύρος Ξαρχάκος διηύθυνε τα εξίσου αγέραστα τραγούδια του, ευφυέστατα ενορχηστρωμένα. Για την Αλκηστη Πρωτοψάλτη ίσχυε στο ακέραιο αυτό που είχαν πει για τον Στράτο Παγιουμτζή, τον εμβληματικό τραγουδιστή του ρεμπέτικου: Είχε μες στο λαιμό της φωλιές αηδονιών. Το πιο θαυμάσιο ωστόσο ήταν ότι οι κατάμεστες κερκίδες πάλλονταν στο «Γεια και χαρά σου Βενετιά». Συγκινούνταν βαθιά με το «Νυν και αεί». Ξανασυστηνόταν ο καθένας στον εαυτό του και στον κόσμο, από του «Όθωνα τα χρόνια» μέχρι σήμερα.

Οι δημιουργοί που γεννήθηκαν στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα διέθεταν ένα σπάνιο πλέον χαρακτηριστικό. Επαγγέλλονταν ένα όραμα για την Ελλάδα. Μιλούσαν –αντλώντας ο καθένας από τις προσωπικές του εμπειρίες, επιστρατεύοντας το ξεχωριστό του ταλέντο –για το όλον. Πρότειναν έναν τρόπο να αντιλαμβάνεσαι, να ακούς, να βλέπεις και να ζεις.

Δεν υπήρχε προφανώς παρθενογένεση. Συνδύαζαν τη βυζαντινή παράδοση με τον τρόπο της Δύσης, επηρεάζονταν από το κίνημα του σουρεαλισμού κι απ’ τον ιταλικό νεορεαλισμό, διακρίνεις στα έργα τους δάνεια κι από το Χόλιγουντ κι από το Μπόλιγουντ ακόμα, τον ινδικό κινηματογράφο. Το αποτέλεσμα έφερε ωστόσο πρωτότυπη στάμπα. Κυρίως δε ερμήνευε, αναδείκνυε το εδώ τοπίο. Κινητοποιούσε τις ζωές των εδώ ανθρώπων.

Οταν στις 24 Ιουλίου 1974 μού συστήθηκε από το πικάπ ο Μίκης Θεοδωράκης, μού συστήθηκε ένα σύμπαν ήχων που γεννούσαν εικόνες. Μπορούσα να το αγκαλιάσω ή να το αποκρούσω. Δεν θα ήταν όμως δυνατό να το καταναλώσω απλώς, να το μασήσω, να το καταπιώ και να το αποβάλω λίγο αργότερα από τον οργανισμό μου. Οπως συμβαίνει –φευ! –με τα περισσότερα πολιτιστικά προϊόντα των ημερών μας.

Για τα πιο κρίσιμα ζητήματα «ποιοι είμαστε; πού πάμε; τι αγαπάμε και τι πολεμάμε;» ρητορεύουν σήμερα οι πολιτικοί, δίνουν διαλέξεις οι οικονομολόγοι, υστεριάζονται οι πατριδοκάπηλοι, σκιαμαχούν οι καιροσκόποι παπάδες. Οι καλλιτέχνες –όταν δεν υπογράφουν σοβιετικής λογικής ψηφίσματα –περιορίζονται πλην εξαιρέσεων στον μηρυκασμό των ατομικών τους προβλημάτων και φαντασιώσεων. Διυλίζουν τον κώνωπα. Ή πριονίζουν τα πριονίδια. Γι’ αυτό και το κοινό καταφεύγει ξανά και ξανά σε παλιές μουσικές, σε παλιές ταινίες, σε παλιά βιβλία… Πώς να εμπνεύσεις, πώς να συνεπάρεις άμα το δράμα που αφηγείσαι είναι καθαρά ιδιωτικό κι ο τρόπος σου σχεδόν αυτιστικός; Εάν αφαλοκόβεσαι ναρκισσιστικά από τον κόσμο, δηλώνοντας μοναδικός και ανεπανάληπτος;

Η εσωστρέφεια καταντά την τέχνη διακοσμητική. Ανώδυνη εναλλαγή συμπαθητικών στην καλύτερη περίπτωση μοτίβων. «Δώστε μου ένα μεγάλο θέμα και θα σάς γράψω ένα μεγάλο μυθιστόρημα!» έλεγε ο Χέρμαν Μέλβιλ, ο συγγραφέας του «Μόμπι Ντικ». Ισχύει πάντα και παντού.