Τι χωρίζει το περίφημο παράλληλο πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης του 2015 με το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης Νο 2 που ετοιμάζει η κυβέρνηση και πρόκειται να εξαγγείλει ο Πρωθυπουργός από τη ΔΕΘ; Τρία ολόκληρα χρόνια και ένα τρίτο Μνημόνιο. Τι εγγυάται ότι το πρόγραμμα Νο 2 δεν θα μείνει στο ράφι, όπως συνέβη με το παράλληλο πρόγραμμα του 2015; Τίποτε απολύτως, αν κρίνει κανείς από την τύχη όλων των προγραμμάτων της σημερινής συγκυβέρνησης, με τελευταίο παράδειγμα το ολιστικό πρόγραμμα για την ανάπτυξη που υπέβαλε ο Τσακαλώτος στους δανειστές και αυτοί το γύρισαν πίσω ως επιεικώς απαράδεκτο. Η αλήθεια είναι ότι έπειτα από οκτώ χρόνια βαριάς λιτότητας ακόμη και οι δανειστές συμφωνούν ότι θα πρέπει να αλλάξει το μείγμα της πολιτικής που είναι προσανατολισμένη κυρίως στους φόρους ώστε να ενισχυθεί η ανάπτυξη. Ποιες όμως από τις παροχές που εξαγγέλλονται και τις υποσχέσεις που δίνονται από την κυβέρνηση είναι ρεαλιστικές και τι επίπτωση θα έχουν;

Συντάξεις: η κυβέρνηση μοιράζει ελπίδες στους συνταξιούχους ότι μπορεί να ακυρώσει τις περικοπές που η ίδια έχει ήδη ψηφίσει για το 2019. Δεν είναι ειλικρινής μαζί τους. Επικαλείται ως επιχείρημα το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ, αλλά οι δανειστές γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι αυτό οφείλεται στη μη απονομή συντάξεων και σε άλλα λογιστικά τρικ. Επιπλέον, οι δανειστές και ιδίως το ΔΝΤ δεν επέβαλαν την περικοπή των συντάξεων ως ένα μέτρο για την επίτευξη του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ, αλλά για να γίνει βιώσιμο το ασφαλιστικό σύστημα, που απειλείται, μεταξύ άλλων, από τους υψηλούς ρυθμούς γήρανσης του πληθυσμού. Θεωρούν τις περικοπές ως μεταρρυθμιστικό μέτρο και δεν πρόκειται να υποχωρήσουν, ακόμη και αν έκαναν τη χάρη στην κυβέρνηση (δύσκολο) και ανέβαλλαν για ένα εξάμηνο την εφαρμογή του μέτρου. Σε κάθε περίπτωση όμως θα είναι ένα υφεσιακό μέτρο εις βάρος της ανάπτυξης της οικονομίας.

Μισθοί: η συμφωνία με τους δανειστές αφήνει περιθώριο για μικρές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό. Οι αυξήσεις αυτές, όμως, θα είναι ιδιαίτερα μικρές, έως συμβολικές. Θα αφορούν μόνο τους κατώτατους μισθούς, άρα ένα πολύ μικρό κομμάτι των εργαζομένων. Γι’ αυτό και η επίδρασή τους στην οικονομία θα είναι πολύ μικρή. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς την (ψηφισμένη) μείωση του αφορολόγητου ποσού εισοδήματος από το 2020, τότε όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό θα βρεθούν, εν τέλει, με απώλειες και σε χειρότερη εισοδηματική θέση συγκριτικά με πριν.

ΕΝΦΙΑ: έχουν ψηφιστεί ως αντίμετρα ελαφρύνσεις ύψους 200 εκατ. ευρώ που θα ενεργοποιηθούν εφόσον πετύχουμε τον στόχο για πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ. Οι ελαφρύνσεις αυτές αφορούν ελάχιστους. Και αυτό γιατί η κυβέρνηση έχει συμφωνήσει με τους δανειστές για δύο ακόμη αυξήσεις στις αντικειμενικές αξίες των ακινήτων (2019 και 2020) προκειμένου να ευθυγραμμιστούν με τις εμπορικές. Εξίσωση που θα φέρει νέα φορολογικά βάρη σε πολλούς ιδιοκτήτες αν δεν γίνουν παρεμβάσεις στους συντελεστές.

Φόρος εισοδήματος: η μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων στο 26% από 29% θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη ως ένα μέτρο ενίσχυσης της ανάπτυξης. Στους φορολογουμένους η όποια μείωση συντελεστών θα υπερκαλυφθεί από το κούρεμα κατά 3.000 του αφορολόγητου ορίου, που σημαίνει επιπλέον επιβάρυνση έως 600 ευρώ σε ετήσια βάση.