Είναι η χώρα των εκπλήξεων. Αλλά και των μεγάλων αμφισβητήσεων. Μία χώρα στην «εφηβεία», σε σύγκριση με τις ευρωπαϊκές, που παρουσιάζει χαρακτηριστικά αυτής ακριβώς της ηλικίας. Ενθουσιασμός που μπορεί να γυρίσει σε εσωστρέφεια, ανοχή και συγχρόνως πουριτανισμός ως δίχτυ ασφαλείας. Και κοινωνίες που αντέχουν να βγάλουν στο φως τις παθογένειές τους, ανεξάρτητα από το πόσο εύκολα ή με πόση επιτυχία μπορούν να τις χειριστούν.

Η αντιφατικότητα των ΗΠΑ καταγράφεται ανάγλυφα και στην εκλογή των προέδρων της. Υστερα από δύο τετραετίες του πρώτου μαύρου προέδρου στο ύπατο αξίωμα ένας άνθρωπος που ώρες ώρες σου δίνει την εντύπωση ότι παρακολουθείς το «Μόνος στο σπίτι – The Late Years», μόνο που οι επιπτώσεις μπορούν να διαταράξουν παγκόσμιες ισορροπίες. Θα ήταν όμως λάθος να μιλήσουμε για τις «ΗΠΑ του Ομπάμα» και τις «ΗΠΑ του Τραμπ». Η ίδια χώρα είναι που οι πολίτες της έχουν μια ιδιαίτερη ικανότητα να αναπτύσσουν πολύ γρήγορα αυτοματισμούς απέναντι σε φαινόμενα, ιδίως σε αυτά που αφορούν την εικόνα της. Σαν να τους νοιάζει αυτό που στις δικές μας γειτονιές λέγαμε «τι θα πει ο κόσμος».

Στο προκείμενο τώρα. Χρειάζεται ένα έργο τέχνης υποσημειώσεις και οδηγίες τύπου «Η υπερβολική κατανάλωση μπορεί να προκαλέσει προβλήματα» ή «Απομακρύνετε τα παιδιά από την οθόνη»; Γιατί στην ουσία, περί αυτού πρόκειται. Κανονικά, όχι. Οπως επίσης δεν θα χρειαζόταν στην προφοβική εποχή των ΗΠΑ, δηλαδή πριν την 11η Σεπτεμβρίου. Στα χρόνια του «πορτοκαλή προέδρου» όμως, κατανοώ την ανάγκη έστω και ως αντίδοτο στις εθνικές ενοχές. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο θεωρώ ότι αναπτύχθηκε με τόση ένταση και το #Metoo, κόντρα δηλαδή στον υφέρποντα μισογυνισμό του Τραμπ. Και ας καταγράψουμε στα θετικά αυτής της χώρας τα αντανακλαστικά της, έστω και ενστικτώδη, έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις προκαλούν ακραία περιστατικά πολιτικής ορθότητας. Οταν η υπερβολή κατακαθίσει, κάτι καλό αφήνει πάντα.