Δεν είναι η πρώτη φορά που μια κυβέρνηση επιχειρεί να φέρει στα μέτρα της τις αυτοδιοικητικές εκλογές με τον τρόπο που εκείνη πιστεύει ότι μπορεί να αποκομίσει περισσότερα κομματικά οφέλη.

Το ράβε – ξήλωνε στις θητείες των αιρετών την τελευταία 15ετία είναι ενδεικτικό: από τα 4 χρόνια θητείας το 2006 – 2010, περάσαμε στα τριάμισι το 2011 – 2014, στα 5 χρόνια το 2014 – 2019 και τώρα πάλι επιστρέφουμε στην 4ετή θητεία (2019 – 2023).

Οι πειραματισμοί και τα εκλογομαγειρέματα ωστόσο είχαν πάντοτε ένα όριο. Τέλειωναν εκεί που άρχιζε να απειλείται η κανονικότητα στη λειτουργία των θεσμών. Με τον νέο νόμο που ψηφίστηκε αυτή η λογική πήγε περίπατο:

Για πρώτη φορά από τη Μεταπολίτευση, η αυτοδυναμία και η σταθερότητα, από αδιαμφισβήτητα δεδομένα, μετατρέπονται σε ζητούμενα. Για πρώτη φορά ο ρόλος των μειοψηφιών γίνεται σημαντικότερος από αυτόν των πλειοψηφιών.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έπραξε αυτό που κανείς άλλος δεν είχε ποτέ διανοηθεί. Προτίμησε να ρίξει στη φωτιά της ακυβερνησίας τους δήμους και τις περιφέρειες, αρκεί η ίδια με τις μειοψηφικές παρατάξεις της να μπορεί να διαδραματίζει ρόλο ρυθμιστή, αφού με το νέο σύστημα, μόνο όποιος καταφέρει να συγκεντρώσει από τον α’ γύρο το 50+1% θα έχει αυτοδυναμία και μάλιστα οριακή.

Η τοπική δημοκρατία κινδυνεύει άμεσα να γίνει έρμαιο της συνδιαλλαγής, των συσχετισμών, των υπόγειων διαδρομών. Είναι θλιβερό αλλά την ώρα που στην Ευρώπη στηρίζουν την αποκέντρωση με πολιτικές συνοχής, στην Ελλάδα δυναμιτίζουμε και τους τελευταίους πυλώνες σταθερότητας.Η τύχη των δήμων και των περιφερειών είναι στα χέρια των ίδιων των πολιτών.

Στις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές οι πολίτες θα κρίνουν πολλά περισσότερα από ποιοι θα είναι οι επόμενοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες, που θα πρέπει να έχουν εμπειρία και ικανότητα στο συνθέτειν και στο διοικείν.

Θα κρίνουν τη δυνατότητα να μπορούν να προκύψουν σχήματα που θα μπορούν να συνεργαστούν αρμονικά και να διοικήσουν με επιτυχία και αποτελεσματικότητα τα του οίκου τους.

Και αυτό είναι κατά τη γνώμη μου το πιο σημαντικό διακύβευμα.