Λίγους μόλις μήνες μετά το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2016 στη Βρετανία ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ Μάικλ Γκόρντον σημείωνε σε επιστημονική μελέτη του με θαυμαστή οξυδέρκεια ότι η εκκίνηση της διαδικασίας αποχώρησης από την ΕΕ θα ήταν πολύπλοκη και χρονοβόρος, αλλά ακόμη σημαντικότερα εμπόδια θα εγείρονταν στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της διαδικασίας αυτής. Επομένως, απαιτούνταν προσοχή και σοβαρός σχεδιασμός, ιδιαίτερα ως προς την νομιμοποίηση του αποτελέσματος των διαπραγματεύσεων.

Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών, με την παραίτηση αρχικά του αρμόδιου υπουργού για το Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις και στη συνέχεια του υπουργού Εξωτερικών, και εκ των αρχιτεκτόνων της καμπάνιας για την αποχώρηση από την ΕΕ Μπόρις Τζόνσον, έφεραν πάλι στην επιφάνεια το πολιτικό και συνταγματικό έλλειμμα και την πρωτοφανή έλλειψη σχεδιασμού σχετικά με την ολοκλήρωση της διαδικασίας για το Brexit.

Το συνταγματικό αυτό κενό θα μπορούσε ίσως να έχει καλυφθεί από τις οργανωμένες κινήσεις μιας κυβέρνησης που θα εργάζονταν με σύμπνοια ως προς την υλοποίηση της όποιας εκδοχής του Brexit θα είχε από την αρχή επιλέξει. Ο διχασμός, ωστόσο, στο εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος μεταξύ ευρωπαϊστών και οπαδών ενός σκληρού Brexit απέτρεψε το ενδεχόμενο αυτό, οδηγώντας σε πλήρη σύγχυση και αβεβαιότητα σχετικά με το αν θα υπάρξει τελικά συμφωνία με την ΕΕ και πόσο θετική μπορεί να είναι αυτή με τις υπάρχουσες προϋποθέσεις.

Στο πλαίσιο αυτό όλο και πιο έντονα προβάλλεται τον τελευταίο καιρό το αίτημα για τη διενέργεια νέου δημοψηφίσματος ως προς την τελική συμφωνία. Η συγκεκριμένη επιλογή αποτελεί ανάθεμα για τους οπαδούς του Brexit οι οποίοι το αντιμετωπίζουν ως απόπειρα υπονόμευσης της λαϊκής κυριαρχίας. Δικαίως, ωστόσο, μπορεί να αντιτάξει κάποιος ότι αν αποδεχθούμε ότι υπήρχε συνταγματικό, πολιτικό και πρακτικό έρεισμα για τη διενέργεια δημοψηφίσματος ως προς το Brexit, θα πρέπει ταυτόχρονα να αποδεχθούμε ότι υφίσταται έρεισμα για τη διενέργεια νέου δημοψηφίσματος ως προς τον ακριβή τρόπο με τον οποίο θα αποχωρήσει η Βρετανία από την ΕΕ δεδομένων των οδυνηρών συνεπειών της απόφασης αυτής όπως όλο και πιο εμφανώς προκύπτει τον τελευταίο καιρό. Η προοπτική αυτή δεν φαίνεται πάντως να συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες.

Αντί επιλόγου, μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι το γεγονός αυτό οδηγεί και σε μια ενδιαφέρουσα σύγκριση με το ελληνικό δημοψήφισμα του 2015 και την ιδιαίτερη ευκολία με την οποία ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας ανέτρεψε το αποτέλεσμά του. Δύο ολόκληρα χρόνια μετά το βρετανικό δημοψήφισμα, τόσο η βρετανική κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση δεν συζητούν καν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, ακόμη κι αν το φάσμα μη συμφωνίας ή μη ικανοποιητικής συμφωνίας με την Ευρώπη πλησιάζει απειλητικά όλο και περισσότερο.

Ο Δημήτρης Γιαννουλόπουλος είναι καθηγητής στο Νομικό Τμήμα του Πανεπιστημίου του Λονδίνου Goldsmiths και ιδρυτής της δεξαμενής σκέψης Britain in Europe