«Λοιπόν Μαρίνα, πώς σου φάνηκε η Σύρα;». «Σαν γεωμετρικό θεώρημα εφαρμοσμένο πάνω σε βράχο». «Ναι, γραμμές κάθετες κι οριζόντιες που κυβίζουν τον τριπλό κώνο σ’ αμέτρητα κομμάτια. Εικόνα του Μπρακ». Ο διάλογος μεταξύ της Γαλλίδας Μαρίνας και του Ελληνα Μηνά, αντικρίζοντας τη Σύρο, είναι από την παράσταση «Μεγάλη Χίμαιρα» του Μ. Καραγάτση. Προσωπικά δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ αυτό το τόσο οικείο σε εμένα, λόγω καταγωγής, τοπίο σαν μνημείο κυβισμού. Από την άλλη, ούτε την περίφημη «αρχόντισσα των Κυκλάδων», όπως τη θέλει η τουριστική ταμπέλα της, μπορώ να διακρίνω. Με άλλα λόγια μιλάει σε εμένα η ίδια εικόνα που για τον έναν παραπέμπει σε αρχοντιά και στον άλλον θύμιζε Μπρακ.

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι μία εικόνα, ένα τοπίο, ένα αντικείμενο αλλάζει αισθητική ταυτότητα ανάλογα με τη ματιά αυτού που το βλέπει. Και επειδή θεωρώ ότι η εικόνα της Ελλάδας προς τα έξω πάσχει από μια βαρύτατης μορφής γραφικότητα, θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να ξέρουμε πώς κάποιοι τόσο σπουδαίοι καλλιτέχνες βλέπουν και αποκρυπτογραφούν εικόνες της Ελλάδας. Διότι πολύ φοβάμαι ότι την εύληπτη γραφικότητα που εμείς αντιλαμβανόμαστε, αυτήν εξάγουμε και ως «προϊόν». Για παράδειγμα, το φαγοπότι με τα όργανα, στον Ταΰγετο, που περιγράφει η Περιάν, οι περισσότεροι από εμάς ως τσιμπούσι ή γλέντι θα το αναφέραμε. Μου φαίνεται όμως ότι η ίδια, ακόμη και αν ήξερε πολύ καλά ελληνικά, πάλι συμπόσιο θα το έλεγε. Αφού και η γλώσσα «χρωματίζει», με έναν τρόπο, την εικόνα.

Ο Λε Κορμπιζιέ μας έκανε την τιμή να συνδέσει με τη χώρα μας το «Μανιφέστο του Μοντερνισμού». Ο λόγος μοιάζει να είναι προφανής διαβάζοντας δικά του λόγια: «Η αρχιτεκτονική υπάρχει στα μεγάλα έργα, στα δύσκολα και πομπώδη κληροδοτήματα του χρόνου, αλλά υπάρχει και στο μικρότερο, άθλιο σπιτάκι, σε έναν φράκτη, σε καθετί υψηλό ή μέτριο που περιέχει μια ικανή και αναγκαία γεωμετρία έτσι ώστε να υποδηλώνεται μία μαθηματική σχέση…».