Ο Κλεισθένης 1, ο νόμος για τη θεσμική μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, μπήκε από προχθές στη ζωή των τοπικών κοινωνιών. Υπάρχει ωστόσο ένα ερώτημα που κάποια στιγμή θα πρέπει να απαντηθεί: πώς η κεντρική εξουσία αλλάζει τη ζωή της τοπικής χωρίς να λάβει υπόψη της τις παρατηρήσεις, τις ενστάσεις και –κυρίως –την εμπειρία των εκπροσώπων της; «ΤΑ ΝΕΑ» προσφέρουν βήμα στους δημάρχους, αρχής γενομένης από τον πρώτο δημότη της Αθήνας

Γιατί άραγε οι εκπρόσωποι της πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, οι οποίοι κατά κανόνα διακρίνονται για το πρακτικό πνεύμα τους και δεν έχουν έφεση στο «όχι σε όλα», αντέδρασαν τόσο έντονα στο κυβερνητικό νομοσχέδιο Κλεισθένης; Η απάντηση της κυβέρνησης είναι ότι οι δήμαρχοι φοβούνται πως με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, που καθιερώνει ο Κλεισθένης, θα αναγκαστούν να μοιραστούν την εξουσία τους, θα χάσουν εν ολίγοις ένα προνομιακό εκλογικό καθεστώς που έχει καταστήσει τους δήμους «δημαρχοκεντρικούς». Στην πραγματικότητα όμως οι δήμαρχοι αντιτάχθηκαν στον Κλεισθένη, γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι το σύστημα της απλής αναλογικής για την ανάδειξη των δημοτικών συμβουλίων ενδέχεται να οδηγήσει πολλούς δήμους σε πλήρη παράλυση, καθώς στα διοικητικά προβλήματα που καθημερινά αντιμετωπίζουν οι δήμοι θα προστεθεί και η πολιτική αστάθεια.

Πολλοί δεν έχουν ακόμη αντιληφθεί τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισαν οι δήμοι όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης. Οι δήμοι κράτησαν όρθια τη χώρα, όχι μόνον με το κοινωνικό τους έργο, αλλά εξασφαλίζοντας επιπλέον και μια κανονικότητα στην καθημερινή ζωή του πολίτη, σε μια εποχή που η κεντρική διοίκηση παρέπαιε. Οι δήμοι τα κατάφεραν μάλιστα χωρίς να διαθέτουν ούτε τη θεσμική θωράκιση ούτε την οικονομική αυτοτέλεια ούτε τα διοικητικά μέσα που διαθέτει η Τοπική Αυτοδιοίκηση στην υπόλοιπη Ευρώπη: απέδειξαν ότι αποτελούν για τον πολίτη τον σταθερότερο πυλώνα της εκτελεστικής εξουσίας.

Ας μη λησμονούμε και τον καθοριστικό ρόλο κάποιων δήμων στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, της δεύτερης μεγάλης κρίσης που ενέσκηψε μέσα στη βαθιά κρίση που ήδη κατέτρωγε τα σωθικά της χώρας. Οι δήμοι κι εδώ ήταν μόνοι τους και μάλιστα με τα χέρια δεμένα. Γιατί από τότε που ξέσπασε η κρίση, οι δήμαρχοι βλέπουν το προσωπικό τους να γηράσκει και να αποχωρεί χωρίς να μπορούν να προσλάβουν, χωρίς να μπορούν να απολύσουν (ούτε καν τους επίορκους), χωρίς να μπορούν να αξιολογήσουν τις παρεχόμενες υπηρεσίες και το προσωπικό· χωρίς να μπορούν να επιβραβεύσουν τους καλούς, ούτε να δώσουν κίνητρα σε εκείνους που μπορούν να προσπαθήσουν. Είτε πρόκειται για προμήθεια υλικών ή υπηρεσιών, είτε για τεχνικά έργα κ.λπ., ο κάθε δήμαρχος ψάχνει καθημερινά να βρει τον μίτο της Αριάδνης, μέσα σε ένα λαβύρινθο διαδικασιών και διατάξεων, που στο όνομα της διαφάνειας έχουν καταφέρει να παραλύσουν κάθε δημιουργική πρωτοβουλία, προκαλώντας τεράστιες καθυστερήσεις.

Παρά ταύτα και σε αντίθεση με την υπόλοιπη δημόσια διοίκηση, οι δήμοι άντεξαν μέσα στην κρίση. Ενας βασικός λόγος είναι ο σταθερός εκλογικός κύκλος που διασφαλίζει ένα επαρκές χρονικό βάθος στη θητεία του δημάρχου και του δημοτικού συμβουλίου, καθώς και το γεγονός ότι το εκλογικό σύστημα που ίσχυε πριν από τον Κλεισθένη διασφάλιζε μια σχετικά άνετη πλειοψηφία στη δημοτική Αρχή. Υπάρχει όμως και ένας επιπλέον, ουσιαστικός, λόγος: Οντας η πλησιέστερη στην κοινωνία αιρετή δημόσια Αρχή, οι δημοτικοί άρχοντες λογοδοτούν στην κοινή γνώμη της πόλης τους καθημερινά. Η εγγύτητα προς την κοινωνία καθιστά ιδιαιτέρως «ορατά» τα στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο έχασε ο ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές του 2014, ενώ κάλπαζε προς την κυβερνητική εξουσία. Επειδή οι τοπικές κοινωνίες γνωρίζουν πολύ καλά τα πρόσωπα των υποψηφίων, είναι σε θέση να σταθμίσουν και τη διαχειριστική τους επάρκεια. Προσόν απαραίτητο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Και όλοι γνωρίζουμε ότι στο επίπεδο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ υστερεί.

Αντί η κυβέρνηση να φέρει έναν Κλεισθένη που θα έλυνε επιτέλους τα χέρια της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την πλήρη εξουδετέρωσή της, καθώς στις διοικητικές αγκυλώσεις που ταλανίζουν καθημερινά τον κάθε δήμαρχο, προστίθεται τώρα και η αδυναμία του να διαθέτει μια σταθερή και ομοιογενή πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο. Με το «δημοκρατικό» πρόσχημα της απλής αναλογικής, θα εκλεγούν δημοτικά συμβούλια πολιτικά κατακερματισμένα, καθώς δεν προβλέπεται καν ένα μίνιμουμ εκλογικό ποσοστό (3% ή 5%) για την εκπροσώπηση μιας παράταξης στο δημοτικό συμβούλιο. Το εκ πρώτης όψεως αντιφατικό πάντως είναι ότι διατηρείται το σύστημα της ανάδειξης του δημάρχου με σύστημα απόλυτης πλειοψηφίας, δηλαδή εκλογή κατά κανόνα σε δύο γύρους. Ο εκλεγείς δήμαρχος θα χαίρει μεν ισχυρής λαϊκής νομιμοποίησης, θα στηρίζεται όμως σε πήλινα ποδάρια, αφού το κατακερματισμένο δημοτικό συμβούλιο θα έχει αναδειχθεί ήδη στον πρώτο γύρο με το σύστημα της απλής αναλογικής. Η λογική είναι ότι μεταξύ των δύο γύρων θα έχει εκβιαστεί ο υποψήφιος δήμαρχος, για το πώς θα μοιράσει αντιδημαρχίες, προεδρίες νομικών προσώπων κ.λπ.

Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής: Στο επίπεδο του κεντρικού κράτους, η ακυβερνησία που προκαλείται όταν μια κατακερματισμένη Βουλή αδυνατεί να αναδείξει μια σταθερή κυβέρνηση, αίρεται με τη διάλυση της Βουλής και την προκήρυξη εκλογών. Στο επίπεδο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όμως δεν προβλέπεται «διάλυση» των δημοτικών ή περιφερειακών συμβουλίων, άρα εδώ το πρόβλημα της ακυβερνησίας δεν έχει λύση. Ενας δήμαρχος π.χ. θα είναι υποχρεωμένος να συνυπάρχει έως τη λήξη της θητείας του με ένα δημοτικό συμβούλιο που θα αρνείται συστηματικά να εγκρίνει τις προτάσεις του.

Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι υπό τον μανδύα ενός «δικαιότερου» συστήματος εκπροσώπησης κρύβεται, πολύ αδέξια πάντως, όπως αποκαλύπτουν και οι κυβερνητικές παλινωδίες σχετικά με την ημερομηνία διεξαγωγής των δημοτικών εκλογών, η πρόδηλη σκοπιμότητα του νομοσχεδίου: η ουσιαστική αποδυνάμωση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ο,τι δεν ελέγχουμε, το εξουδετερώνουμε χωρίς να υπολογίζουμε το κοινωνικό κόστος.