Υπάρχει ένα ποίημα του Θ. Δ. Φραγκόπουλου που μιλάει για δύο άντρες που επιθυμούσαν την ίδια ακριβώς γυναίκα. Κι ενώ ο ένας «κοιμήθηκε» μαζί της, ο δεύτερος που δεν τα κατάφερε, έγραψε ένα ποίημα για να «διασκεδάσει» τον ανικανοποίητο πόθο του. Με το κλείσιμο του ποιήματος να αναρωτιέται ποιος άραγε από τους δύο άντρες στάθηκε ο πιο τυχερός.

Το ίδιο θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς για όσους δεν απομακρύνονται σπιθαμή το καλοκαίρι από την Αθήνα –υπάρχουν, και είναι πάρα πολλοί –σε σχέση με όσους δεν φεύγουν απλώς, αλλά συμπεριφέρονται, πριν από την αναχώρησή τους, με μια υπεροπτικότητα, σάμπως και οι διακοπές πρόκειται να διατηρηθούν επ’ άπειρον. Κι επειδή όσοι μένουν θα ήταν δυνατόν να συγκριθούν με τον άντρα σε σχέση με τη γυναίκα που δεν «κοιμήθηκε» μαζί της, ποιο είναι το ποίημα που, χωρίς να το έχουν γράψει, μπορεί να παίξει έναν εξίσου παρηγορητικό ρόλο για όσους θα ήθελαν να φύγουν –αυτό δεν συζητιέται –αλλά είναι αδύνατον να το κάνουν; Είναι οι μικρές καθημερινές αποκαλύψεις που τους επιφυλάσσονται, σάμπως και η κλιματολογική συνθήκη των άλλων ημερών του χρόνου να σ’ εμποδίζει να τις προσέξεις. Κυρίως όμως γιατί μια μορφή ελευθερίας, όπως θα λογάριαζε κανείς τα γκραφίτι στους τοίχους ή τα τατουάζ στα σώματα των ανθρώπων ή τις αφίσες ακόμη στις βιτρίνες όσων καταστημάτων παραμένουν ανοιχτά, την αισθάνεσαι σαν κάτι το μίζερο και το αδιέξοδο.

Σαν να απορροφούν τις μεγάλες θερμοκρασίες κι όλη η αίγλη τους που έκανε την καθημερινότητα του φθινοπώρου, του χειμώνα και της άνοιξης ν’ αποκτά μια προοπτική, τώρα ν’ αναδίνει μια τρομερή θλίψη. Αρα για όσους «διακόπτουν» κι αφού η έμμονη ιδέα των διακοπών μοιάζει να έχει προεξοφλήσει και όσα πρόκειται ν’ αποκομίσουν σε σχέση μ’ αυτές, μπορεί να υπάρξει έστω κι ένας με μια τόσο αυθεντική –μικρή έστω –αποκάλυψη στις αποσκευές του, όση νιώθει ο άνθρωπος για τον οποίο η Ακαδημίας, η Σόλωνος, η Σκουφά παραμένουν το μόνιμο περιβάλλον του για όλο το καλοκαίρι;