Στις 20 Αυγούστου ολοκληρώνεται το τρίτο πρόγραμμα βοήθειας –10 χρόνια μετά την έναρξη της δεινής κρίσης που έπληξε τη χώρα. Στο διάστημα αυτό ο παραγωγικός ιστός της οικονομίας δέχθηκε πολλά πλήγματα, αρχικά η κρίση χρέους, ένα ασταθές μακροοικονομικό πλαίσιο, η συνεχής αναζωπύρωση των συζητήσεων περί Grexit. Αυτά είχαν εξαιρετικά αρνητική επίδραση για τις ελληνικές επιχειρήσεις στη δημιουργία προστιθέμενης αξίας, η οποία μειώθηκε δραματικά στο διάστημα 2010-2014 και μόλις πρόσφατα εμφάνισε μία μικρή, αλλά αναιμική ανάκαμψη. Η επιστροφή στο επίπεδο πριν από την κρίση περιμένει κάπου στο μακρινό μέλλον. Η κρίση, με εξαίρεση τον τουρισμό, έπληξε τομείς χαμηλής τεχνολογίας, εμπόριο και κατασκευές, πολύ περισσότερο από τον μικρό σε έκταση τομέα υψηλής τεχνολογίας.

Με την έξοδο από τα Μνημόνια και την επίτευξη για πρώτη φορά πρωτογενών πλεονασμάτων η ελληνική κυβέρνηση θέλει να στείλει στις αγορές το μήνυμα ότι οι μακροοικονομικές αναταράξεις της τελευταίας δεκαετίας εφεξής δεν αποτελούν εμπόδιο στην ανάκαμψη. Οι πιστωτές της Ελλάδας υποστηρίζουν –για δικό τους συμφέρον –αυτό το μήνυμα με το μαξιλάρι ρευστότητας και την αναστολή της αποπληρωμής για ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου χρέους μέχρι το 2032.

Αλλά η προσωρινή σταθεροποίηση των μακροοικονομικών παραμέτρων –όπως έδειξε το παρελθόν της Ελλάδας –είναι μεν επιβεβλημένη αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για την ανάπτυξη υπαρχουσών και την ίδρυση καινοτόμων επιχειρήσεων, απαραίτητων για την ανάπτυξη ανταγωνιστικών οικονομικών δομών. Η πολυετής μεταρρυθμιστική διαδικασία με εκατοντάδες μεταρρυθμίσεις συνδέθηκε από πολλούς με την προσδοκία της θετικής επίδρασης στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Μια ματιά στο παρελθόν αρκεί για να δείξει ότι η αλλαγή των προϋποθέσεων για επενδύσεις και επιχειρηματική δραστηριότητα περιορίστηκαν κυρίως σε έναν τομέα: την αγορά εργασίας και τη δραστική απορρύθμισή της.

Ωστόσο πρέπει να πληρούνται και άλλες προϋποθέσεις

– για την προσέλκυση επενδύσεων,

–για καινοτόμες νεοφυείς επιχειρήσεις (start-ups) που θα παραμείνουν στην Ελλάδα και μετά την ίδρυσή τους,

–για να αναπτυχθούν επιχειρήσεις με πρόσβαση στις διεθνείς αγορές,

–για δραστικές μεταρρυθμίσεις της αγοράς εργασίας που θα αποδίδουν με τη μορφή νέων, σταθερών μορφών απασχόλησης.

Δυστυχώς, στην Ελλάδα παραμένουν σε ισχύ υπερβολικές γραφειοκρατικές ρυθμίσεις που είναι τροχοπέδη για επενδύσεις. Το ίδιο ισχύει για την υπολειτουργούσα δημόσια διοίκηση, τον δυσθεώρητο κυκεώνα φορολογικών ρυθμίσεων και τη δικαιοσύνη που χρειάζεται μία αιωνιότητα για να τελεσφορήσει μία υπόθεση. Στην τελευταία φάση της κρίσης προστέθηκαν οι υψηλοί φορολογικοί συντελεστές και δυσχέρεια πρόσβασης σε πιστώσεις, λόγω των κόκκινων δανείων που έχουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους. Ούτε το σύστημα καινοτομίας της Ελλάδας βελτιώθηκε στη διάρκεια της κρίσης.

Ενώ η έρευνα στην Ελλάδα συνεχίζει να τροφοδοτεί υψηλού επιπέδου δημοσιεύσεις, η μεταφορά της γνώσης στην οικονομική παραγωγή παραμένει αποσπασματική. Αυτό περιορίζει τις προοπτικές της Ελλάδας στο μέλλον, μολονότι η χώρα διαθέτει σημαντικό δυναμικό όχι μόνον στον τουρισμό, αλλά και στους τομείς των μεταφορών και κυρίως στη στηριζόμενη στη γνώση παροχή υπηρεσιών ΙΤ, εν μέρει και στον τομέα της μεταποίησης.

Εκείνο που συνεχίζει να απουσιάζει είναι μία κυβέρνηση η οποία να κάνει δική της την αναγκαία μεταρρυθμιστική ατζέντα. Αντί για αποσπασματικές μεταρρυθμίσεις, απαιτείται στρατηγικός επαναπροσδιορισμός της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας. Οι βαλτικές χώρες, οι οποίες υπέφεραν επίσης από υπερβολική γραφειοκρατία, έδειξαν τον δρόμο πώς σε μικρό χρονικό διάστημα είναι εφικτές βαθιές μεταρρυθμίσεις κρατικών δομών με την αντίστοιχη θετική επίδραση στην οικονομική ανάκαμψη.

Οι σηµαντικότερες µεταρρυθµίσεις για ενίσχυση της ιδιωτικής οικονομίας –αυτό διαπίστωσε πρόσφατα και ο έλληνας υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ» (FAZ) –περιλαμβάνουν την ανάπτυξη αποτελεσματικής διοικητικής μηχανής, επιτάχυνση της εκδίκασης υποθέσεων στα δικαστήρια και αξιόπιστο φορολογικό σύστημα με χαμηλότερους από τους σημερινούς συντελεστές και βελτίωση της εφαρμογής του.

Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα εκτιμηθεί ότι υλοποιήθηκαν επιτυχώς όταν επιφέρουν ρυθμούς ανάπτυξης της τάξεως του 5%. Το σενάριο αυτό, με δεδομένο το ιδιαίτερα χαμηλό επίπεδο του ΑΕΠ και του δυναμικού της ελληνικής οικονομίας, είναι ρεαλιστικό.

Ο Αλέξανδρος Κρητικός είναι διευθυντής Ερευνών του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομίας DIW