Η γερμανική στρατηγική στη διαχείριση της ελληνικής οικονομικής κρίσης είναι ξεκάθαρη. Το Βερολίνο δεν θέλει να δει την κρίση αυτή να επανέρχεται αρνητικά στην ατζέντα, αποσπώντας την προσοχή του από άλλα ζητήματα που στην παρούσα φάση θεωρεί πολύ πιο σημαντικά. Σε αυτά ανήκουν η διαμόρφωση των διατλαντικών και γερμανοαμερικανικών σχέσεων την εποχή Τραμπ, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ο περιορισμός της επιρροής της Κίνας στην Ευρώπη και η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Υπό αυτό το πρίσμα, οι αποφάσεις που λαμβάνονται για την Ελλάδα, όπως η πρόσφατη του Eurogroup, έχουν στόχο τη διατήρηση της κατάστασης υπό σχετικό έλεγχο προσωρινά, χωρίς, όμως, τη λήψη δραστικών μέτρων που μπορούν να ταρακουνήσουν το πολιτικό σκηνικό εντός Γερμανίας ή να δημιουργήσουν αρνητικό προηγούμενο σε επίπεδο ευρωζώνης.

Το κλίμα για την Ελλάδα στη Γερμανία είναι πιο θετικό σε σχέση με το παρελθόν από τη στιγμή που το τρίτο Μνημόνιο ολοκληρώνεται. «Η Ελλάδα στέκεται ξανά στα πόδια της» είναι η βασική έκφραση που χρησιμοποιούν τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης. Η φράση αυτή καθρεπτίζει το σκεπτικό της γερμανικής κυβέρνησης ότι η πολιτική της δημοσιονομικής προσαρμογής αποδίδει καρπούς και πως δεν θα χρειαστούν επιπρόσθετα χρήματα για ένα νέο πακέτο διάσωσης. Ετσι, δημιουργείται στην κοινή γνώμη η εντύπωση πως μετά την Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο, ακόμα και η ειδική περίπτωση της ευρωζώνης, η Ελλάδα, ορθοποδεί με γερμανική συνταγή.

Ωστόσο, υπάρχουν πολλοί γερμανοί αναλυτές και δημοσιογράφοι που εξακολουθούν να αμφιβάλλουν για το κατά πόσο η Ελλάδα βγαίνει πραγματικά από την κρίση και εστιάζουν στις ουσιαστικές δυσκολίες. Η «Tagesspiegel», για παράδειγμα, θεωρεί απλώς ζήτημα χρόνου να ξαναέλθει το ελληνικό πρόβλημα στην επιφάνεια. Επίσης, ο γνωστός δημοσιογράφος Γκερντ Χέλερ κάνει λόγο για συνεχιζόμενο έλλειμμα αξιοπιστίας που εμποδίζει την ομαλή επιστροφή στις αγορές. Από τη δική του πλευρά, το περιοδικό «Spiegel» εστιάζει στα προβλήματα της πραγματικής οικονομίας και των απλών πολιτών που κάθε άλλο παρά δημιουργούν ευφορία για την επόμενη μέρα –σε αντίθεση με τη ρητορική της πολιτικής ελίτ. Και η γερμανική ραδιοφωνία θέτει το ερώτημα αν πέτυχε η εγχείρηση αλλά απεβίωσε ο ασθενής. Mέσα σε όλα αυτά, δεν μπορεί ακόμα να απαντηθεί αν το λεγόμενο «μαξιλαράκι ρευστότητας» όπως αποφασίστηκε στο πρόσφατο Eurogroup είναι αρκετό ή αν πρακτικά χρειάζεται πιστοληπτική γραμμή στήριξης –ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους –μετά τον Αύγουστο.

Η Ελλάδα, λοιπόν, συνεχίζει να πορεύεται αποδυναμωμένη και πλήρως εξαρτημένη από τους εταίρους της. Το χειρότερο είναι πως δεν μπορεί να πείσει για το δίκαιο των επιχειρημάτων της, ακόμα και σε περιπτώσεις που αυτό δεν αμφισβητείται, όπως η προσφυγική κρίση. Υπάρχει, μάλιστα, ο κίνδυνος να επιβαρυνθεί περισσότερο λόγω των εσωκομματικών προβλημάτων της καγκελαρίου Μέρκελ που ίσως την οδηγήσουν να ζητήσει από τη χώρα να συνεχίσει να υπερβαίνει εαυτόν στην υποδοχή και παραμονή των προσφύγων. Το ίδιο ισχύει και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, όπου η Ελλάδα ωθείται σε συμβιβασμούς λόγω εξωτερικών –μεταξύ αυτών και γερμανικών –πιέσεων χωρίς να πετυχαίνει όσα θα θεωρητικά θα μπορούσε.

Ο δρ Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι επιστημονικός συνεργάτης στο Begin-Sadat Centre for Strategic Studies (Ισραήλ) και διδάσκων Διεθνών Σχέσεων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης