Η ιστορική σοσιαλδημοκρατία υπήρξε η σκληρή πολιτική και πολιτισμική έκφραση της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Παρά τον συμβιβασμό της δε με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και εξουσίας κατόρθωσε μεταπολεμικά στην Ευρώπη να εξασφαλίσει για τις λαϊκές τάξεις ένα υψηλό επίπεδο διαβίωσης, εργασίας και πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Με το πέρασμα του χρόνου όμως, για μια σειρά από λόγους, όπως η τεχνολογική ανάπτυξη, η αποβιομηχάνιση και η μεταφορά της βαριάς βιομηχανίας σε τρίτες χώρες, η ανάδυση νέων κοινωνικών στρωμάτων του χώρου των υπηρεσιών και της κρατικής γραφειοκρατίας, η εργατική τάξη μειώθηκε αριθμητικά στο σύνολο του πληθυσμού, με αποτέλεσμα και την απομείωση του πολιτικού της βάρους. Η σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, στην προσπάθειά της να εκφράσει και τις νέες κοινωνικές κατηγορίες, προσάρμοσε και σταδιακά άλλαξε τον πολιτικό και ιδεολογικό της λόγο και επεκτάθηκε σε νέα πεδία, περισσότερο πολιτισμικά πλέον. Σιγά σιγά δε η ισορροπία ανατράπηκε και στον λόγο της σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς κυριάρχησαν τα πολιτισμικά και ταυτοτικά δικαιώματα ποικίλων και διαφόρων μειονοτήτων και οι προσπάθειες της θεσμικής κατοχύρωσής τους. Ετσι όμως ένας ολόκληρος κόσμος, ο οποίος είχε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, βίωνε την πολύχρονη ανεργία, ένιωθε ανασφαλής και φοβόταν το μέλλον και ήδη πλέον περιθωριοποιημένος, έμεινε χωρίς πολιτική έκφραση. Επειδή βέβαια, όπως η φύση, η πολιτική απεχθάνεται το κενό, τα στρώματα αυτά βρήκαν έκφραση στην Ακροδεξιά και στα νέα εθνικολαϊκιστικά κινήματα που ανθούν τελευταία. Η αλλαγή αυτή του λόγου της σοσιαλδημοκρατίας, η ενσωμάτωση του πολιτικού της προσωπικού στις κάθε είδους ευρωπαϊκές ελίτ, η πολλαπλή απομείωση των εργαζόμενων τάξεων και βέβαια η ολική κατάρρευση του σοσιαλιστικού προτάγματος, είναι κάποιες από τις όψεις της κρίσης της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας.

Στην εγχώρια εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας, που αγωνιά και προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί, δημιουργήθηκε ένα ρήγμα που, πέρα από τις προσωπικές και μικροκομματικές στρατηγικές, αντανακλά τα προβλήματα της ευρωπαϊκής Αριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ της κ. Γεννηματά, παρά τη σμίκρυνσή του, εκφράζει ακόμα κάποια λαϊκά στρώματα, διατηρεί την ιστορικότητά του και εκφέρει έναν ανάλογο πολιτικό και ιδεολογικό λόγο. Το Ποτάμι, που καταγράφεται ως η άλλη πλευρά του ρήγματος, φέρεται να εκφράζει τη σύγχρονη μεταμοντέρνα αντίληψη της πολιτικής με έμφαση στα ταυτοτικά και πολιτισμικά ζητήματα και στις διακρίσεις καλό/ κακό, νέο/ παλιό και μεταρρύθμιση/ στασιμότητα, σχεδόν μεταφυσικά όμως και χωρίς κοινωνικές αναφορές. Η αντίθεση αυτή, η οποία συχνά τείνει και σε μια πολιτιστική «ρατσιστική» θεώρηση του κόσμου του ΠΑΣΟΚ από τα στελέχη του Ποταμιού, θα μπορούσε να λυθεί με μια σύνθεση των δύο διακριτών οπτικών, με ιεράρχησή τους όμως και με σαφή πρόκριση των πολιτικών για τα μεγάλα λαϊκά προβλήματα της ανεργίας, της φτωχοποίησης, της κατάρρευσης της δημόσιας παιδείας, της υγείας, της ασφάλειας. Τα προβλήματα των ποικίλων μειονοτήτων, τα δικαιωματικά και ταυτοτικά ζητήματα και η αλλαγή πολλών προνεωτερικών, θεσμικών και ιδεολογικών, επιβιώσεων, προφανώς και πρέπει να είναι μέρος της πολιτικής ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, αλλά και πάλι προφανώς, πρέπει να ισορροπούν με την κύρια πολιτικοκοινωνική κατεύθυνση. Επειδή δεν επήλθε μια τέτοιου είδους σύγκλιση και σύνθεση, η αποχώρηση του Ποταμιού από το ΚΙΝΑΛ ήταν μοιραία και υποχρεωτική.

Ο Κώστας Καρακώτιας είναι νομικός – κριτικός βιβλίου