Ακόμη και αν δεν έχετε δει την ίδια την ταινία, δεν μπορεί, κάπου θα έχει πάρει το αφτί σας το ομώνυμο τραγούδι. Το ερμήνευε η Λούλου, μια διάσημη ποπ σταρ εκείνων των ημερών, που έπαιζε και στην ταινία: «Στον κύριό μας, με αγάπη» («To sir, with love», 1967). Μία από τις κορυφαίες εμπορικές και καλλιτεχνικές σημαδούρες της δεκαετίας του 1960, που μπορεί σήμερα να σε απογοητεύει κάπως με τον παρωχημένο διδακτισμό της, αλλά παρακολουθώντας την κατανοείς γιατί αυτή η «χρυσή δεκαετία», σε συμβολικό τουλάχιστον επίπεδο, παραμένει εδώ και πάνω από μισόν αιώνα αξεπέραστη.

Στην εν λόγω βρετανική παραγωγή πρωταγωνιστεί ο Αφροαμερικανός Σίντνεϊ Πουατιέ, λοιδορημένος ακόμη και στις δόξες του ως εκείνος που προπαγάνδιζε το πρότυπο του «καλού μαύρου», του νομοταγoύς «μπαρμπα-Θωμά»: με τη φιλοτιμία του και την εργατικότητά του θα κέρδιζε μια μέρα την εμπιστοσύνη των WASP (Λευκών Αγγλοσαξόνων Προτεσταντών) –πού ξέρεις, ίσως και κάποια από τα δικαιώματά τους. Η κριτική στις σεναριακές επιλογές του Πουατιέ δεν είναι αβάσιμη, μολονότι στον «Κύριό μας, με αγάπη» δεν βρίσκονται οι φυλετικές διακρίσεις στο επίκεντρο, αλλά το χάσμα των γενεών. Ο Πουατιέ υποδύεται έναν καθηγητή που διορίζεται σε ένα δημόσιο λύκειο, στο «σκληρό» East End του Λονδίνου. Καταλαβαίνετε. Sixties. Ο πιο ζόρικος νεαρός τότε θα σέρβιρε παξιμάδια σήμερα σε οίκο ευγηρίας. Εκείνη την εποχή, όμως, τόσο ο εκπαιδευτής όσο και οι εκπαιδευόμενοί του θα έπρεπε να καταβάλουν ηρωικές προσπάθειες προκειμένου να ενστερνιστούν αυτονόητες αξίες κατόπιν, όπως η αμοιβαία κατανόηση και ο αμοιβαίος σεβασμός.

Στα καθ’ ημάς, περίπου τον ίδιο καιρό, δεν υπήρχε η ανάλογη βούληση εκατέρωθεν. Διόλου τυχαία, στον «Νόμο 4000» (1962) του Γιάννη Δαλιανίδη, στη θέση του διαλλακτικού Σίντνεϊ Πουατιέ βρίσκεται ο βλοσυρός και άτεγκτος Βασίλης Διαμαντόπουλος. Δεν υφίσταται καν η υποψία ενός διαύλου επικοινωνίας. Οι τεντιμπόηδες κινδυνεύουν να κουρευτούν με τη ψιλή και να αποβληθούν από όλα τα σχολεία της χώρας, ενώ οι εκπαιδευτικοί να δεχτούν βροχή από κεσεδάκια γιαούρτια. Ο μακρινός απόηχος από τα γιαουρτώματα έφθασε ώς τις δικές μας μέρες και καθ’ οδόν εμπλουτίστηκε με ξυλοδαρμούς, εντοιχίσεις, λούσιμο με ακαθαρσίες ή ό,τι άλλο σκαρφίζονταν κατά διαστήματα τα οργισμένα νιάτα –όχι πάντοτε τόσο αυθορμήτως οργισμένα, ούτε πάντοτε τόσο νιάτα. Ο θλιβερός κατάλογος με τα θύματα είναι μακρύς και μονάχα ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε τις περιπτώσεις του Γιάννη Πανούση, του Νίκου Μαραντζίδη και του Αγγελου Συρίγου. Πιο πρόσφατη η περίπτωση του πολιτικού επιστήμονα Πέτρου Θεοδωρίδη στη Θεσσαλονίκη, που είχε τη φαεινή έμπνευση να προσέλθει σε μια εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ για το Μακεδονικό δίχως να ζητήσει προηγουμένως την άδεια από τους αντιφρονούντες που είχαν συγκεντρωθεί απέξω. Για την ακρίβεια, τους ρώτησε αν εκεί γινόταν η εκδήλωση. Η απάντηση ήταν ένα κοντάρι κατακέφαλα.

Είναι αλήθεια πως έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε τους εκάστοτε θύτες «φασίστες», ακόμη και όταν οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται ως εχθροί των «φασιστών», ορκισμένοι πολέμιοί τους. Είναι αλήθεια επίσης ότι η ναζιστική Χρυσή Αυγή που, προς όνειδος της δημοκρατίας, εξακολουθεί να παραμένει εντός νόμου (μάλλον μέχρι ο Μπαρμπαρούσης να πάρει δίπλωμα στα τεθωρακισμένα), επιχαίρει ιδιαιτέρως με κάθε εκδήλωση βίας, μηδέ εξαιρουμένων εκείνων των εκδηλώσεων βίας που δεν υιοθετεί ή εκείνων των εκδηλώσεων βίας που στρέφονται εναντίον της, διότι πολύ καλά γνωρίζει (είπαμε, φασίστες είναι οι άνθρωποι, δεν είναι ηλίθιοι) ότι από τη διασπορά της «κουλτούρας βίας» σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα, δεν θα βγουν τελικά κερδισμένοι οι ερασιτέχνες, θα βγουν οι επαγγελματίες. Στοιχειώδες.