Το λαϊκό αίσθημα δεν είναι διακόπτης που αναβοσβήνει κατά βούληση της κυβέρνησης. Πριν πάω στα τωρινά, να θυμίσω κάτι περασμένα. Ηταν 1999. Αύγουστος. Και είχε προηγηθεί ένα διάστημα κατά το οποίο οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας Γιώργος Παπανδρέου και Ισμαήλ Τζεμ προσπαθούσαν για την προσέγγιση των δύο χωρών κυρίως σε θέματα «χαμηλής πολιτικής», δηλαδή θέματα καθημερινότητας. Αυτό τα καλοσχεδιασμένα διπλωματικά πλάνα ωστόσο ήταν αντιμέτωπα με το λαϊκό αίσθημα. Λίγο καιρό πριν η σύλληψη του Οτζαλάν είχε κατεβάσει τους πολίτες στους δρόμους διαμαρτυρόμενους κατά της τουρκικής πολιτικής και της συμμετοχής της Ελλάδας στην υπόθεση. Αυτά έως τις 16 εκείνου του μήνα που ο μεγάλος σεισμός της Κωνσταντινούπολης ισοπέδωσε της φτωχογειτονιές της Πόλης. Εικοσιπέντε μέρες αργότερα έγινε ο σεισμός της Αθήνας με τους 143 νεκρούς. Ο μέσος Ελληνας είδε αμέσως στον μέσο Τούρκο το αναξιοπαθούν καρντάσι του. Και αντίστροφα. Πάραυτα η πολιτική ατζέντα άλλαξε αναδεικνύοντας τη «διπλωματία των σεισμών». Τη σημερινή κυβέρνηση έφερε στην εξουσία ο αφρός του κύματος της «αντιμνημονιακής λαϊκής οργής». Ακόμη και αν παραστήσουμε τους πολύ αθώους και πιστέψουμε ότι δεν την ενορχήστρωσε εξ αρχής, την οικειοποιήθηκε και τη χειραγώγησε. Τη «φιτίλιασε». Και έκτοτε τη θεωρούσε «δικό της παιδί». Τα τρία πρώτο χρόνια φάνηκε να έχει δίκιο. Μέχρι που έσκασε το Μακεδονικό. Οι κυβερνώντες υποτίμησαν τη λαϊκή αντίδραση που, ακόμη και αν δεν συμμερίζονταν, έπρεπε να την αφουγκραστούν να «κουφοκαίει» όπως λέει ο Χριστόφορος. Και αν όχι να αλλάξουν, να κουμαντάρουν διαφορετικά την ατζέντα. Αντ’ αυτού βιάστηκαν να τη βαφτίσουν «χρυσαυγιτισμό». Και, όπως έλεγε ο Πρωθυπουργός για τις μολότοφ, βρέθηκαν από τη μια μεριά στην άλλη. Ο αφρός πήγε στον πάτο. Ετσι συμβαίνει με τα κύματα –μόνο στο σινεμά δάμαζονται. Οσο για τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Τριαντάφυλλο Μηταφίδη, πίσω από τις δηλώσεις του στις κάμερες, μου φαινόταν να αναρωτιέται τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε. Εύχομαι τουλάχιστον μέχρι να το συνειδητοποιήσει αυτός και οι συνοδοιπόροι του η Θεσσαλονίκη να μην έχει γίνει εντελώς μπάχαλο.