Το περιουσιολόγιο, καταγράφοντας την κατοχή αγαθών, είναι κατ’ αρχάς ένας τρόπος προώθησης της οικονομικής διαφάνειας. Η τρόικα το έβλεπε σαν εκσυγχρονισμό, επειδή η διαχρονική παρακολούθηση της περιουσιακής κατάστασης των πολιτών συντελεί στον έλεγχο της φοροδιαφυγής.

Εν τούτοις, διατυπώνονται σοβαρές ενστάσεις σε τρία επίπεδα. Πρώτον, μια ηλεκτρονική συγκέντρωση παντοειδών στοιχείων που, ξεκινώντας από ακίνητα, οχήματα, σκάφη, καταθέσεις, μετοχές, ομόλογα, εταιρικά μερίδια, πιστωτικές κάρτες, δωρεές και ασφαλιστικά συμβόλαια, επεκτείνεται σε δαπάνες ηλεκτρικού, κινητής ή σταθερής τηλεφωνίας κ.λπ. και φθάνει σε μετρητά, χρυσό, πίνακες, συλλογές και τιμαλφή, τελικά φτιάχνει ένα καθεστώς ασφυκτικού ελέγχου. Απαιτούνται εξισορροπητικά αντίβαρα για προστασία του πολίτη από την κρατική αυθαιρεσία και βουλιμία, που μόνο σε χώρες με πολύ προηγμένους θεσμούς είναι δυνατά. Δεύτερον, η απαραίτητη μυστικότητα πολύ δύσκολα εξασφαλίζεται. Ενδεχόμενες διαρροές, από δημοσίους υπαλλήλους ή από ιδιώτες επαγγελματίες που αναλαμβάνουν τις φορολογικές δηλώσεις, μπορεί να καταλήξουν σε τραγικά περιστατικά εκβιασμών, κλοπών κ.λπ.. Τρίτον, η δημιουργία περιουσιολογίου βάζει το κράτος στον πειρασμό να φορολογήσει την περιουσία. Τέτοιοι φόροι έχουν σε διάφορες χώρες αποδειχθεί αντιαναπτυξιακοί. Τιμωρώντας τη μείζονα προσπάθεια, γίνονται αντικίνητρα για επενδύσεις και, τελικά, καταλήγουν να προκαλούν έξοδο κεφαλαίων, ανθρώπων και ιδεών. Διαφαίνονται πάντως κυβερνητικές προθέσεις για την επιβολή φόρου περιουσίας, με κλιμακούμενους συντελεστές που θα εξαρτώνται από το συνολικό ύψος της.

Ενας χαμηλός φόρος ακινήτων δικαιολογείται, δεδομένου ότι το κράτος εγγυάται την προστασία τους. Ενας γενικός φόρος περιουσίας όμως έχει στόχο πολιτικό: αύξηση της φοροδοτικής παροχής των πολιτών, με βάση ιδιοκτησιακά κριτήρια, ώστε να επιτευχθεί αναδιανομή υπέρ των οικονομικά ασθενέστερων στρωμάτων. Συνήθως, δεν θίγει τις μεγάλες περιουσίες που έχουν ποικίλες δυνατότητες προστασίας μέσω περίπλοκων διευθετήσεων. Η αναδιανομή έχει ως ανομολόγητη αλλά προφανή επιδίωξη την αφαίρεση περιουσίας από τους έχοντες των μεσαίων στρωμάτων. Οταν τα μεσαία στρώματα εξισώνονται με τα φτωχότερα, διευρύνεται η εκλογική βάση του κυβερνώντος κόμματος, ενώ αυξάνονται οι δυνατότητες άσκησης πελατειακής πολιτικής. Για παράδειγμα, έστω ότι φορολογούνται συνολικά περιουσιακά στοιχεία ύψους 1.500 δισ. με μέσο συντελεστή 0,3%. Θα παράγονται ετήσιες εισπράξεις 4,5 δισ., που δίνουν τη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η δημοφιλής απαλλαγή πολλών μικροϊδιοκτητών από τον ΕΝΦΙΑ, ενώ το πλεόνασμα θα είναι αρκετό για δεκάδες χιλιάδες νέους διορισμούς στο Δημόσιο. Με απλοϊκή οικονομική σκέψη χαράσσεται στρατηγική μακροημέρευσης στην εξουσία, στη βάση της εκτίμησης πως η φοροδοτική ικανότητα των εχόντων θα αντέξει για πολλά χρόνια.

Στην πραγματικότητα βέβαια ο οικονομικός εξισωτισμός, με τη διαρκή επιβολή φόρων μέχρις απαξίωσης της έννοιας του φόρου, δεν ωφελεί τις πραγματικά ασθενείς κοινωνικές ομάδες. Συμφέρον τους, αντίθετα, είναι η αύξηση του συνολικού διαθέσιμου πλούτου. Ανάπτυξη επιτυγχάνεται όταν ο καθένας αμείβεται κατά την προσφορά του, ώστε να προσφέρει κατά τις δυνατότητές του. Μια λογική φορολογία του αναπτυξιακού προϊόντος θα απέδιδε αρκετά ώστε να καλύπτονται, σε αποδεκτό επίπεδο, οι στοιχειώδεις ανάγκες των ασθενέστερων στρωμάτων.