Η συμφωνία με τα Σκόπια τείνει να επισκιάσει το μείζον γεγονός ότι ψηφίζεται ένα τέταρτο ουσιαστικά Μνημόνιο ενώ ταυτόχρονα σχεδιάζεται η έξοδος της χώρας από το τρίτο πρόγραμμα/Μνημόνιο στα μέσα Αυγούστου. Δεν θα πρόκειται για «καθαρή έξοδο» όπως διατείνεται η κυβέρνηση. Αυτό το αφήγημα έχει καταρρεύσει πλήρως. «Καθαρή» δεν μπορεί να είναι μια έξοδος όταν ακολουθεί ένα άλλο, τέταρτο Μνημόνιο με επώδυνα μέτρα, όταν η επιστροφή στις αγορές φαίνεται –επιεικώς –προβληματική, όταν η εποπτεία θα συνεχιστεί, και μάλιστα «ενισχυμένη», όταν τα capital controls επίσης θα συνεχιστούν, έστω και με κάποια χαλάρωση. Αλλά το σημαντικότερο είναι ίσως ότι η οποιαδήποτε έξοδος από το συγκεκριμένο πρόγραμμα δεν σημαίνει και έξοδο από την κρίση. Μπορεί να επιστρέψει κάποια (χαμηλόρυθμη) ανάπτυξη, να υπάρξει κάποια μείωση της ανεργίας και να προσφερθούν κάποια επιδόματα στα πλέον ευπαθή τμήματα του πληθυσμού, αλλά όλα αυτά ούτε έξοδο από την κρίση σημαίνουν ούτε επιστροφή στην όποια κανονικότητα σηματοδοτούν. Η κρίση στην Ελλάδα υπήρξε, αντίθετα με τις άλλες χώρες που μπήκαν σε πρόγραμμα (Ιρλανδία, Πορτογαλία κ.ά.), το προϊόν των πολιτικών παθογενειών κυρίως όπως αυτές εκφράστηκαν με οξυμένο τρόπο την περίοδο 2004-2009. Και οι παθογένειες αυτές δεν φαίνεται να έχουν εκριζωθεί μέσα από μια βαθιά αυτογνωσία και δομικές αλλαγές στη διάρθρωση του πολιτικού συστήματος. Και κυρίως στην πολιτική κουλτούρα, σε αντιλήψεις, στάσεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές.

Οταν σημαντικοί παράγοντες των ευρωπαϊκών θεσμών και κυβερνήσεων διακηρύσσουν ανοιχτά ότι «δεν έχουν εμπιστοσύνη στην Ελλάδα», αυτό εννοούν. Οτι το πολιτικό σύστημα δεν έχει αλλάξει στον βαθμό εκείνον τουλάχιστον που να εγγυάται ότι δεν θα επαναλάβει τις κακές συνήθειες του παρελθόντος, ότι δεν θα διολισθήσει στις πρακτικές που οδήγησαν στην κρίση. Οταν ο Τ. Barber γράφει στους «Financial Times» (5/6) ότι «ύστερα από οκτώ εξαντλητικά χρόνια η περίοδος των διεθνών προγραμμάτων διάσωσης της Ελλάδας θα κλείσει τον Αύγουστο αλλά η περίοδος των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων κάθε άλλο παρά κλείνει ή πρέπει να κλείσει», εννοεί –και παραθέτει παραδείγματα για να το δείξει –ότι δεν έχουν γίνει και πάρα πολλά για τη μεταρρύθμιση των πολιτικών δομών, κουλτούρας και συστήματος που εκτρέφουν τις κρίσεις. Η εικόνα των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ, αποτυπώνει την όλη παθογενή κατάσταση που κάθε άλλο παρά αισιοδοξία εμπνέει (χωρίς να σημαίνει ότι ταυτίζονται στην αναπαραγωγή των παθογενειών). Ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο στον λόγο που εκπέμπει όσο και στην εφαρμοσμένη πολιτική του (εκπαίδευση, διοίκηση, πολιτικό σύστημα κ.λπ.) δεν αναπαράγει απλώς το πλέον τοξικό παθογενές παρελθόν, τις «κακές πρακτικές», τη συντήρηση της (μετα) εμφυλιακής διχαστικής ρητορικής που υποσκάπτει τις προϋποθέσεις συναίνεσης και κανονικότητας, αλλά τα αναβαθμίζει με επίφαση ιδεολογικοποίησής τους μέσω του λαϊκισμού. Από την άλλη μεριά, η ΝΔ, παρά τη μεταρρυθμιστική υπόσχεση που έδωσε αρχικά ο Κ. Μητσοτάκης, φαίνεται να βυθίζεται στις πλέον συντηρητικές εκδοχές, ιδιαίτερα στο πεδίο της πολιτικής κουλτούρας, δικαιωμάτων και αξιών.

Ετσι το ΚΙΝΑΛ, ως έκφραση της δημοκρατικής παράταξης, παραμένει τελικά η μόνη δυνητικά αξιόπιστη υπόσχεση για το σπάσιμο της παθογενούς εξίσωσης με προοπτική μια νέα σύγχρονη κανονικότητα για την Ελλάδα μέσα στην Ευρώπη. Διαφορετικά η χώρα μπορεί να παραμείνει και στα Μνημόνια και στην κρίση…

Ο Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.