«Σιγά σιγά μυθιστορίζεσαι», είναι ένας εξαίσιος –ο αρχικός –στίχος του ποιήματος «Υπόφωτο» της Κικής Δημουλά. Οποιες κι αν είναι οι εντυπώσεις που γεννάει η περιήγηση της έκθεσης της αφιερωμένης στη θεατρική συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη, που οργάνωσε το Φεστιβάλ Αθηνών στο 260 της οδού Πειραιώς, για όσους τουλάχιστον υπήρξαν φίλοι της δημιουργού της «Νίκης» και της «Κασέτας», δεν παύει ο στίχος αυτός να εκφράζει με μια γλυκόπικρη αίσθηση τα πιο κυρίαρχα αισθήματά τους. Οσο κι αν είχαν συνείδηση της σπουδαιότητάς της, όσο ζούσε η ίδια, δεν είναι πάντα παρήγορο ή ανακουφιστικό η σπουδαιότητα αυτή να γίνεται υποχείριο ενός μακρού και ανεξέλεγκτου χρόνου που όσο κι αν σέβεται έναν δημιουργό και το έργο του, φαίνεται ταυτόχρονα να τον μεταβάλλει σε κάτι άλλο σε σχέση με το ποιος πραγματικά υπήρξε.

Η Αναγνωστάκη η εχέμυθη, η συνήθως σιωπηλή, η διαρκώς παρούσα αν και φαινομενικά «φευγάτη», η τόσο παρεξηγημένη αν και διαφανέστατη στις προθέσεις της και τις επιθυμίες της, που πραγματοποιούσε το «ένδον σκάπτε» με τη χάρη μιας φωτοσκίασης τόσο αβρής ώστε μόνο για ένα παράξενο βάθος δεν θα μπορούσε να μιλήσει κανείς, να παραδίδεται τώρα με τα «Δωμάτια μνήμης» –είναι ο τίτλος της έξοχα οργανωμένης από τον ηθοποιό και σκηνοθέτη Μάνο Καρατζογιάννη και τον θεατρολόγο Γρηγόρη Ιωαννίδη έκθεσης –στο μεγάλο κοινό ως ένα κεφάλαιο του θεατρικού μας πολιτισμού ολοκληρωμένο, τετελεσμένο.

Νόμιμο και πνευματικά σεβαστό, αν και την ίδια ως δημιουργό και ως άνθρωπο κυρίως την αισθανόσουν να ολοκληρώνεται ως μια προοπτική, ως μια υπόσχεση, είτε αφορούσε σε μια συνάντηση μαζί της είτε στην ερμηνεία ενός έργου της, με μια διφορούμενη και αμφίβολη πάντα σημασία να δίνει ένα κύρος και μια αλήθεια σε γεγονότα ακραιφνώς πολιτικά και κοινωνικά.

«Φιλολογούμε» ενδεχομένως με όσα γράφουμε καθώς προσπαθούμε να αποφύγουμε μια αλήθεια που αναπόφευκτα τριβελίζει το μυαλό του καθενός, ενώ περιηγείται τα «Δωμάτια μνήμης» με τη Λούλα Αναγνωστάκη άλλοτε κυριαρχικά παρούσα και άλλοτε σε πρώτο πλάνο να προβάλλονται φωτογραφίες και σκηνές από παραστάσεις θεατρικών της έργων. Σε ποιον βαθμό θα ήταν παρήγορη για την ίδια την Αναγνωστάκη όσο ζούσε η ιδέα μιας έκθεσης όπως η σημερινή που θα οργανωνόταν μετά τον θάνατό της; Αν σκεφτεί κανείς πως τα τελευταία χρόνια δεν παρακολουθούσε καν τις παραστάσεις των έργων της, προβάλλεται αιφνίδια μπροστά στα μάτια σου η εικόνα ενός πραγματικά αυθεντικού καλλιτέχνη που έχει διαχωρίσει τους λογαριασμούς της ζωής σε σχέση με τους λογαριασμούς της τέχνης.

Η ζωή φαίνεται να διαθέτει μια σοφή οικονομία και να αποκαθιστά όλες εκείνες τις αδικίες που της χρεώνουμε ότι άδικα έχει καλλιεργήσει, ενώ ζουν ακόμα οι άνθρωποι, αφού όσο απαρηγόρητος φεύγει ένας άνθρωπος που δεν διανοήθηκε ποτέ να εκφραστεί ή να υπάρξει με έναν διαφορετικό τρόπο σε σχέση με όσα του προσπόριζε η καθημερινότητα, το ίδιο ισχύει και για τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι η έκφραση έχει κάνει, κατά την αναχώρησή του, πανάλαφρες τις αποσκευές του.