Και όμως ήταν Γερμανός. Καθηγητής πανεπιστημίου, τότε, σε έδρα Ιστορίας. Ο πρώτος άνθρωπος που μου μίλησε αναλυτικά για το Δίστομο κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Κάτι βέβαια μας είχαν πει στο σχολείο αλλά στα πλαίσια του μαθήματος της Ιστορίας. Εκείνος ο Γερμανός όμως μου μίλησε αναλυτικά, με τα σπαστά ελληνικά του, πρώτη φορά για τη Σφαγή. Σαν να ξετυλιγόταν μπροστά μου ένα ασπρόμαυρο φιλμ καθώς μου περιέγραφε με λεπτομέρειες συγκεκριμένες πράξεις κτηνωδίας των συμπατριωτών του. Με φωνή σταθερή, χωρίς φόρτιση, προσπαθώντας να περισώσει την ιστορική αποστασιοποίηση. Ντράπηκα. Ηταν γεγονότα που όφειλα να τα ξέρω εγώ. Αλλά και γιατί φοβόμουν μην παρεξηγήσει την αμηχανία μου καθώς τον ρώτησα πώς και αυτός ασχολήθηκε με το Δίστομο. «Για να μην ξεχνάω μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος» μου απάντησε.

Λίγους μήνες αργότερα επισκέφθηκα την περιοχή. Δεν υπήρχε τότε μουσείο, το 2005 ιδρύθηκε. Εξάλλου μόλις λίγα χρόνια πριν, το 1982, ένα διστομίτης φοιτητής στις ΗΠΑ είχε βρει σε κάποιο παλαιοπωλείο εκείνο το τεύχος του «Life» όπου λίγους μόλις μήνες μετά τη Σφαγή είχε δημοσιεύσει εκτενές ρεπορτάζ και φωτογραφίες από τον τόπο της τραγωδίας, ανάμεσά τους και το πορτρέτο της 19χρονης τότε Μαρίας Παντίσκα. Της γυναίκας με το μαύρο μαντίλι και το βλέμμα απελπισίας και εγκαρτέρησης μαζί που, μαζί με τον Αργύρη Σφουντούρη, «προσωποποίησαν» την τραγωδία. Αργότερα είδα και άλλα στιγμιότυπα σχετικά με το Δίστομο. Και όσα δεν έμαθα στο σχολείο τα ένιωσα όταν έσκυψα πάνω από τη φωτογραφία της Ζωής Σεχρεμέλη. Δείχνει μια ουλή ψηλά στην πλάτη της. Είναι από τη σφαίρα που διαπέρασε τον ώμο της αφού πρώτα είχε σκοτώσει το μωρό της που κρατούσε στην αγκαλιά της.

Η ιστορική μνήμη θέλει «πότισμα» για να διατηρηθεί. Με φωτογραφίες και ντοκουμέντα. Για να μην ξεχνάμε μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, όπως έλεγε ο γερμανός καθηγητής.