Το σκεπτικό είναι κάπως περίπλοκο ή μάλλον προδίδει όλη εκείνη τη σύγχυση που χαρακτηρίζει και τη δράση της ομάδας. Η ουσία όμως δεν αλλάζει: το ηγετικό στέλεχος του Ρουβίκωνα ζήτησε την προστασία της Αστυνομίας και ελάχιστη σημασία έχει εάν τη ζήτησε επειδή μπήκαν στο σπίτι του κοινοί διαρρήκτες ή οι υπηρεσίες της Ασφάλειας, όπως πιστεύει ο ίδιος. Θα είχε την ίδια σημασία εάν πίστευε ότι παραβίασαν τον ιδιωτικό του χώρο η CIA μαζί με τους Νεφελίμ. Η ανάγκη της «ελάχιστης αυτοπροστασίας», όπως είπε ο ίδιος, τον έκανε να δηλώσει την κλοπή στο αστυνομικό τμήμα.

Ο ίδιος φοβάται την προβοκάτσια –μπορεί και δικαίως. Δεν έκανε όμως τίποτα περισσότερο από κάποιον που θα φοβόταν οτιδήποτε άλλο. Και κατέφυγε στην Αστυνομία μολονότι το πρώτο πράγμα που θα υπέθετε κανείς ότι θα τον προστάτευε απέναντι σε έναν τέτοιο κίνδυνο δεν θα ήταν η Σήμανση αλλά η δημοσιότητα. Η ανακοίνωσή του, την οποία εξέδωσε με αφορμή την αποκάλυψη του περιστατικού από «ΤΑ ΝΕΑ» για να αναφερθεί αναλυτικά στους λόγους που τον κάνουν καχύποπτο ως προς τους δράστες και τα αίτια της διάρρηξης, άργησε μερικούς μήνες. Το ίδιο και τα ερωτήματα για τα χωρίς αξία προσωπικά αντικείμενα που αφαίρεσαν τα «κλεφτρόνια», για τα κείμενα της ομάδας και τις σημειώσεις, για τα λεφτά που άφησαν.

«Αν ποτέ δούμε δημοσιευμένα κείμενα που πήραν απ’ το σπίτι μου, θα μάθουμε και ποιοι είναι οι κλέφτες!» γράφει ζητώντας από «τους πληρωμένους κονδυλοφόρους να βγάλουν τον σκασμό». Είναι κάπως παράδοξο να πιστεύει ότι απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο ο αστυνομικός της γειτονιάς τον εξασφαλίζει περισσότερο από το Διαδίκτυο. Παράδοξο αλλά όχι ανεξήγητο. Με τα περιπολικά να έχουν μετατραπεί σε ταξί για την ασφαλή μεταφορά τους, είναι σαφές πως οι Ρουβίκωνες έχουν πλέον εθιστεί στην κρατική προστασία.