Η κυβέρνηση πιέζεται από προβλήματα μεγάλης κλίμακας που συνόρθωσε ή συνάντησε. Τέταρτη αξιολόγηση, επεξεργασία του μεταμνημονιακού καθεστώτος σε συνδυασμό και με την ιταλική κρίση, Μακεδονικό, ελληνοτουρκικά, μεταρρυθμίσεις στο αυτοδιοικητικό πεδίο… Φυσικά πιέζεται και από τον οίστρο ενός αντιπολιτευτικού δογματισμού. Το «άνοιγμα» του ΣΥΡΙΖΑ στο χώρο της Κεντροαριστεράς θεωρείται από αρκετά στελέχη και διανοούμενους του χώρου μια μορφή πονηριάς, ένα τέχνασμα ανάγκης. Θεωρούν είτε ότι το κυβερνητικό κόμμα στην παρούσα φάση χρειάζεται μεγαλύτερο κοινοβουλευτικό βάθος είτε ότι θέλει να «κάνει τον καλό», προσπαθώντας να τρυγήσει απ’ τους ψηφοφόρους που αυτο-εννοούνται ως κεντροαριστεροί. Στην πολιτική βέβαια μπορεί να υποπτεύεσαι τις προθέσεις, εντούτοις στο επίπεδο της πολιτικής παραγωγής η αθωότητα είναι το τελευταίο που σε θεμελιώνει. Μετράει πόσο είσαι κοινωνικά αναγκαίος, πόσο απαντάς σε υπαρκτά προβλήματα, πόσο πληροίς υπαρκτά κοινωνικά ελλείμματα. Αν απλώς ακουμπάς στο πολιτικό πουθενά, μένεις ως φόρμα – κέλυφος, χωρίς περιεχόμενο. Εννοώ ότι ο υγρός χώρος της πολιτικής διοργανώνεται από σκληρές α-σκηνοθέτητες ανάγκες. Σε τι απαντάς. Ποιο κενό καλύπτεις. Ετσι ερωτήματα του τύπου «τι μπορεί να δημιουργήσει και σε τι χρειάζεται η Κεντροαριστερά» σήμερα μοιάζουν να μην επιτρέπονται απ’ τους πολιτικούς αρχαϊσμούς που έχουν επικρατήσει. Φαίνονται ως πολυτελείς ερωτήσεις αγωνιούντων διανοουμένων που δεν αντέχουν την ωμότητα του λαϊκού φονξιοναλισμού: «Ποιος θα μου κάνει τη δουλειά»: μετάθεση, πρόσληψη, σβήσιμο κλήσης, εξαφάνιση φορολογικής παράβασης, ξεκόλλημα λιμνάζοντος αιτήματος, παράτυπη έγκριση εκπρόθεσμης ή λανθασμένης αίτησης κ.λπ. Αυτή είναι η ηγεμονική αντίληψη, αυτό είναι το δομικό ερώτημα και εκεί αναπτύσσεται ο τύπος της πολιτικής ανταποδοτικότητας, εκεί ιεραρχούνται και οι αξίες και οι ποιότητες. Αυτό το γνωρίζουν –αφού έχουν εντρυφήσει –πολλοί του χώρου.

Επειδή το ερώτημα περί Κεντροαριστεράς (όπως αντιστοίχως και τα ερωτήματα για τις άλλες δημοκρατικές πολιτικές επικράτειες) δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε στην πολιτική αγωνία ούτε στις υποψίες (στην αμφιταλάντευση περί της αγαθότητας ή μη των προθέσεων), ως ακάλυπτο και εκκρεμές πεδίο μένει η ιδεολογία. Πράγματι, και για λόγους ερμηνευτικής αμηχανίας, μπορεί να αναζητήσει κανείς τις διήκουσες που θα ξανα-ορίσουν τον χώρο της Κεντροαριστεράς, κυρίως στο ιδεολογικό πεδίο.

Η προδικτατορική ΕΔΑ είχε έναν αμυντισμό ως πολιτική κατασκευή που περιστρέφονταν γύρω από προβλήματα δημοκρατίας. Η ΕΔΑ απόσβεσε τις επιπτώσεις του Εμφυλίου και κατοχύρωσε τη δημοκρατία (τους στοιχειώδεις δημοκρατικούς κώδικες) ως κεντρικά και αυτοθεμελιωτικά της χαρακτηριστικά. Το δημοκρατικό αίτημα της ΕΔΑ υπήρξε ένας εξαιρετικός αναχρονισμός, αφού ο τόπος μας έπρεπε να διεκδικήσει το αυτονόητο. Το διάβημα της μεταγενέστερης ανανεωτικής Αριστεράς εγκατέστησε την υποψία ότι κάτω απ’ τη φλούδα της εφόδου στα χειμερινά ανάκτορα, της εφόδου στον ουρανό, κρύβονται υλικά (και καμιά φορά ποταπά) αιτήματα. Η σύγχρονη Αριστερά και η Κεντροαριστερά φαίνεται ότι κουβαλούν τις παραδόσεις. Και την καχυποψία και τη δογματική κατοχύρωση της αριστερής πατέντας. Και την ανασφαλή ακτινογραφία του άλλου (του συντρόφου, του αριστερού από διαφορετικό ρεύμα κ.λπ.) και το άγχος περίφραξης και φρούρησης του αποκλειστικού χώρου. Βέβαια, η ζωή θα υποδείξει τις λύσεις. Μέχρι τότε μπορούμε, έστω, να μιλάμε.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής