Οταν ακροδεξιοί τραμπούκοι βγήκαν από τη συγκέντρωση των Ποντίων, στη Θεσσαλονίκη, και πλάκωσαν στο ξύλο τον δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, τα κοινωνικά δίκτυα του Ιντερνετ πήραν φωτιά. Και πολλοί χρήστες τους, που τους αρέσουν οι κοινωνιολογικού τύπου γενικεύσεις, αποφάνθηκαν ότι η Θεσσαλονίκη είναι φασιστοχώρι, ότι στους κόλπους της φωλιάζουν εξτρεμιστές εθνικιστές, τραμπούκοι, σκοταδιστές, οι επίγονοι του Γκοτζαμάνη, αντίπαλοι της διαφορετικότητας και επίδοξοι υπονομευτές της ανοιχτής κοινωνίας.

Ωσπου, τις προάλλες, αυτοαποκαλούμενοι αναρχικοί, ουσιαστικά οπαδοί της βίας, μιας «άλλης βίας» που θεωρούν ότι τη νομιμοποιεί η δική τους ηθικολογική προσέγγιση στον κόσμο, επιτέθηκαν με μολότοφ εναντίον μιας κλούβας των ΜΑΤ, στην οποία επέβαιναν αστυνομικοί που επέστρεφαν μετά τη λήξη της βάρδιάς τους στη φύλαξη του τουρκικού προξενείου. Οι βόμβες ήταν πολλές και το αυτοκίνητο πήρε φωτιά. Οπως επισήμαναν οι αστυνομικοί που έγιναν στόχος, θα μπορούσαν να έχουν υπάρξει θύματα.

Η επίθεση κατά των ΜΑΤ δεν αντιμετωπίστηκε με την ίδια ζέση από τους κοινωνιολόγους των κοινωνικών δικτύων του Ιντερνετ. Δεν γράφτηκαν πολλές εκθέσεις ιδεών, δεν αναπτύχθηκαν γενικεύσεις, δεν βγήκαν συμπεράσματα για την πόλη. Επειδή, τελικά, στα θέματα της πολιτικής βίας δεν χρειάζεται άλλο πια η κοινωνιολογία, αλλά η απόφαση του κράτους να βάλει τέλος σε ένα κύμα βιαιοτήτων που καταστρέφουν την καθημερινότητά μας και τείνουν να επιβάλουν ως κανονικότητα την αυτοδικία των «συλλογικοτήτων», κατά την αγαπημένη έκφραση των ριζοσπαστών συριζαίων.

Η βία των φιλικών στην κυβέρνηση ή, ευρύτερα, των ανεκτών από την κυβερνώσα Αριστερά «συλλογικοτήτων» δεν είναι, προφανώς, προνόμιο της Θεσσαλονίκης. Μια εφημερίδα στην οποία εκφράζονται οι συριζαίοι, τις προάλλες προσπαθούσε να μας πείσει ότι χάρη στα weekend με μολότοφ ανθεί ο τουρισμός των Εξαρχείων. Οι Ρουβίκωνες είναι η μόνη αντιεξουσιαστική «συλλογικότητα» η δράση της οποίας στοχεύει όχι την κυβέρνηση αλλά την αντιπολίτευση. Εως και οι φίλοι του Κουφοντίνα ανέλαβαν δράση, στη σκιά της μακάριας αταραξίας του αναπληρωτή υπουργού Προστασίας του Πολίτη, Νίκου Τόσκα. Ολα τα παιδιά στην πίστα.

Οσο κι αν γίνεται προσπάθεια από την κυβέρνηση να υποβαθμιστεί η «καλή» βία, η ουσία είναι μία: ο δημόσιος χώρος δεν είναι ασφαλής για όσους διαφωνούν με διάφορους «μαχητές» για οποιονδήποτε σκοπό –και τους γείτονές τους. Και καμία κανονικότητα δεν θα επιβληθεί ποτέ στη χώρα αν οι δυνάμεις καταστολής δεν αφεθούν ελεύθερες να κάνουν τη δουλειά τους.