Οι τελευταίες ουσιαστικές λεπτομέρειες φαίνεται πως είχαν κλειδώσει στη συνάντηση Κοτζιά – Ντιμιτρόφ στις Βρυξέλλες, όταν αμφότεροι ανακοίνωσαν πως ο δικός τους ρόλος ολοκληρώθηκε και πλέον ο λόγος ανήκει στους πρωθυπουργούς. Στις τηλεφωνικές επικοινωνίες του Αλέξη Τσίπρα με τον Ζόραν Ζάεφ που είχαν προηγηθεί, όταν οι δύο ΥΠΕΞ διαβουλεύονταν με τον Μάθιου Νίμιτς στη Νέα Υόρκη, είχε ήδη κλειδώσει το όνομα: αν τα πράγματα πάρουν τον δρόμο τους, όπως έχουν σχεδιαστεί, οι Σκοπιανοί θα πρέπει σε λίγους μήνες να αρχίσουν να συνηθίζουν το Republika Severna Makedonija («Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» στη σλαβική) που θα αποτελέσει το επίσημο όνομα της χώρας, εντός κι εκτός συνόρων. Μέχρι τότε, ο Τσίπρας θα καταγράφει στο εσωτερικό αντιδράσεις και κυρίως τον απόηχο κάθε επίσημης αναφοράς σε «Βόρεια Μακεδονία», που ενδεχομένως ακουστεί για πρώτη φορά από τα δικά του χείλη για τους γείτονες. Αντιλαμβάνεται κι εκείνος πως δεν θα είναι μια εύκολη προσαρμογή –επί 25 και πλέον χρόνια, το «ΠΓΔΜ» ή τα «Σκόπια» ήταν μια κάποια λύσις…

Από τη λίστα Νίμιτς, η Αθήνα προτιμούσε το Nova Makedonija. Για λόγους πολιτικούς και ηχητικούς. Οι δύο λέξεις μπορούσαν να δέσουν και η ονομασία να καθιερωθεί ως μία λέξη στις προφορικές αναφορές. Υψηλόβαθμες πηγές διαβεβαιώνουν ότι η συζήτηση είχε επικεντρωθεί επί μήνες σε αυτό το όνομα, αλλά ο Ζάεφ τελικώς δεν συναίνεσε, όχι μόνο γιατί η χώρα του, όπως τουλάχιστον το έβλεπε, θα εμφανιζόταν ως κάτι καινούργιο στον παγκόσμιο χάρτη, χωρίς ρίζες και ιστορική διαδρομή (έστω την ιστορία των σλαβομακεδόνων), αλλά κι επειδή το όνομα παρέπεμπε ευθέως για τον μέσο Σκοπιανό στην επί δεκαετίες καθεστωτική εφημερίδα της χώρας. Ο Ζάεφ φοβήθηκε ότι η συμφωνία θα εξελισσόταν σε ανέκδοτο μεταξύ των συμπατριωτών του –και το πολιτικό τίμημα θα ήταν για την κυβέρνησή του δυσβάσταχτο. Διαγράφοντας το Nova, τα άλλα ονόματα που βρέθηκαν στο τραπέζι, από το Severna και το Gorna, ακόμη και το Ιλιντεν, για τον Τσίπρα δεν είχαν ουσιώδεις διαφορές ως προς τη διαχείρισή τους. Με αναφορές στο Βουκουρέστι, ο γεωγραφικός προσδιορισμός θα προβληθεί ως συνταγή επιτυχίας που επιλύει μια πολυκαιρισμένη εκκρεμότητα. Αυτά για τους μέσα. Για τους έξω, στο μυαλό του Πρωθυπουργού αρκεί να εμφανιστεί αυτός ως ένας υπεύθυνος ηγέτης που παρακάμπτει το πολιτικό κόστος και συνυπογράφει μια συμφωνία, που σχεδόν απαιτεί ο άξονας Βερολίνου – Ουάσιγκτον. Μετά τις υπογραφές, η Αθήνα θα μπορούσε να ζητήσει να μπουν στη ζυγαριά ανταλλάγματα που θα καλύπτουν ένα μέρος της ζημιάς.

Για το εγχώριο πολιτικό προσωπικό, είναι προφανές ότι αρκετοί θα ανατρέξουν στη χαμένη ευκαιρία του 1992, όταν το «Νοβαματσεντόνια» προσφερόταν με την πρόταση Πινέιρο ως μία λέξη, με την αποδοχή του τότε σκοπιανού προέδρου Κίρο Γκλιγκόροφ. Πρόκειται για «άλλοθι» στο οποίο επίσης θα καταφύγει ο Πρωθυπουργός για να αντικρούσει τις αντιπολιτευτικές βολές. Οι δεύτερες ευκαιρίες δεν είναι ποτέ καλύτερες από τις πρώτες. Ο Τσίπρας, όπως και ο Ζάεφ, θα χρειαστεί χρόνο για να διαμορφώσει το κατάλληλο σκηνικό στο εσωτερικό και τις κατάλληλες συμμαχίες που θα αντιμετωπίζουν τη συμφωνία στη βάση ενός πολιτικού ρεαλισμού. Ο χρόνος, εξάλλου, θα επιτρέψει να αποφευχθούν και ενδοκυβερνητικές αναταράξεις, αφού ο Πάνος Καμμένος δεν πρόκειται να κινηθεί με αφορμή το Σκοπιανό, πριν η συμφωνία φθάσει στη Βουλή. Το χρονοδιάγραμμα του Μαξίμου δεν προβλέπει τριγμούς ώς τα μέσα Οκτωβρίου, όταν θα έχουν ξεμπερδέψει οι Σκοπιανοί με το δικό τους δημοψήφισμα.

Το πρόβλημα για τον Αλέξη Τσίπρα, ωστόσο, είναι το κλίμα στην κοινωνία, πρωτίστως στη Βόρεια Ελλάδα, όταν θα αρχίσει να γίνεται αντιληπτό ότι το Severna δίπλα στο Mακεδονία, δεν αλλάζει τα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί διεθνώς σχετικά με την προσφώνηση των γειτόνων. Αν τα φθινοπωρινά σύννεφα είναι βαριά πάνω από το Μαξίμου, οι σημερινοί ένοικοι έχουν ήδη στο συρτάρι και μια πρόταση για ελληνικό δημοψήφισμα.