Ο άνθρωπός μας έχει έντονες ενοχλήσεις στον λαιμό. Πηγαίνει στο γιατρό, ο οποίος λαμβάνει κυτταρικό υλικό και το στέλνει για βιοψία. Μετά από λίγες εβδομάδες τον καλεί για να του ανακοινώσει τα αποτελέσματα. «Σού έχω καλά και κακά νέα» λέει. «Δεν πάσχεις από καρκίνο. Βρίσκεσαι όμως σε προκαρκινικό στάδιο. Εάν δεν σταματήσεις μαχαίρι το κάπνισμα, θα νοσήσεις οπωσδήποτε. Σύντομα».

Ο άνθρωπός μας επιστρέφει σπίτι του καταθορυβημένος. Οι φράσεις του γιατρού αντιλαλούν εντός του. Ποια θα ήταν η στοιχειωδώς λογική αντίδραση; Τι θα έπρεπε να σκεφτεί ως ενήλικος, ικανός κατά τεκμήριον να κουμαντάρει τη ζωή του; «Τυχερός είμαι! Φτηνά τη γλίτωσα! Πετάω το τσιγάρο ακαριαία και προσεύχομαι σε όποιον θεό πιστεύω να υποχωρήσουν οι αλλοιώσεις, να απομακρυνθώ από το χείλος του γκρεμού.»

Τι κάνει ο άνθρωπός μας; Θέτει τη διάγνωση σε δημόσια διαβούλευση! Την ανακοινώνει μέσω του Facebook, ζητάει τη γνώμη των διαδικτυακών του φίλων. «Εγώ είχα σκοπό να καπνίζω μέχρι τα βαθιά γεράματα…» παραπονιέται, σάμπως να αποτελεί αυτό επιχείρημα άξιο να ληφθεί υπόψιν. Σάμπως να ήρθε ένας κακός γιατρός και να ανέτρεψε –απρόκλητα, αναίτια, σαδιστικά –το πρόγραμμα της ζωής του. «Εσείς τι νομίζετε;» ρωτά τους περιερχόμενους την ψηφιακή γειτονίτσα όπου συχνάζει. «Αξίζει να στερηθώ την πρωινή απόλαυση με τον καφέ, τη βραδινή με το κρασάκι; Να καταντήσω ένας αντιπαθητικός υγειινιστής; Ξέρω» προσθέτει «αθλητές, χορευτές οι οποίοι είναι θεριακλήδες και αποδίδουν μια χαρά στη δουλειά τους. Γιατί δηλαδή εγώ να το κόψω;».

Λαμβάνει δεκάδες απαντήσεις.

Ενας δεν βρίσκεται να τον πιάσει από το πέτο, να τον ταρακουνήσει, «σύνελθε!» να τού φωνάξει, «όχι απλώς θα πεθάνεις, μα και θα ταλαιπωρηθείς φρικτά, του λιναριού τα πάθη θα περάσεις! Τράβα μια βόλτα στα νοσοκομεία κι έπειτα έλα να μού ξαναπείς πόσο σ’ αρέσει να φουμάρεις, να κατεβάζεις τον καπνό μέχρι τα φυλλοκάρδια σου, να υψώνεις λόφους από γόπες στο τασάκι και ας ξυπνάς βήχοντας και φτύνοντας!». Ενας δεν βρίσκεται…

Τι του λένε; Συμπάσχουν, τον κανακεύουν και εκείνον και τα τσιγάρα του, μιλάνε για «αλητεία» για «ροκ εν ρολ τρόπο ζωής», χλευάζουν τους δήθεν ξενέρωτους επιστήμονες, «ξέρεις πόσο σπασίκλας πρέπει να’ σαι για να γίνεις γιατρός; Μισούν οι τύποι με τις άσπρες μπλούζες όσους χαίρονται την κάθε τους μέρα!». Κάποιος το τερματίζει. «Δεν μάς σκοτώνει το τσιγάρο, τα Μνημόνια μάς σκοτώνουν!» αποφαίνεται. Τα like πέφτουν βροχή και η κουβέντα ξεστρατίζει, πηγαίνει στον πρόεδρο Ματαρέλα που περιφρόνησε λένε τη βούληση των Ιταλών.

Ο άνθρωπός μας έχει λησμονήσει πλέον το πρόβλημά του –τι εγωισμός, στ’ αλήθεια, να ασχολείσαι με την υγεία σου όταν οι αγορές υποδουλώνουν τους λαούς! –κάλλιο να βάλεις το «Bella Ciao» στη διαπασών και να σηκώσεις επαναστατικά τη γροθιά για να το μάθει σύσσωμη η υφήλιος (οι εκατόν πενήντα έστω διαδικτυακοί φίλοι σου) πως είσαι της Γερακίνας γιος. Στρίψε όμως προηγουμένως ένα τσιγαράκι, κάνε τζιβάνα το χαρτί της διάγνωσης…

Η καθήλωση στο νηπιακό στάδιο –εφόσον δεχθούμε ότι τα νήπια δεν έχουν αναπτύξει αίσθημα ευθύνης –το «όσα πάνε κι όσα έρθουν» ακόμα κι άμα κρέμεται η δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι σου, αποτελεί την πιο διαδεδομένη μάλλον παρ’ ημίν νοοτροπία. Μυριάδες συμπολίτες μας που ο μικροαστισμός τους κατά τ’ άλλα ξεχειλίζει, που αδιαφορούν παγερά για το κοινό καλό, για τον δημόσιο χώρο και ασχολούνται αποκλειστικά και κοντόφθαλμα με την πάρτη τους, με τα μικρά συμφέροντά τους, νιώθουν αίφνης Ζορμπάδες –μάγκες –όταν σανιδώνουν το γκάζι, όταν ανεβάζουν τα παιδάκια τους σε μοτοσικλέτες, όταν παλιότερα έκλεβαν την Εφορία ή τα έσπαγαν στα μπουζούκια με δανεικά λεφτά. Οταν περιφρονούν τις προειδοποιήσεις των γιατρών και ευρισκόμενοι σε προκαρκινικό στάδιο επιμένουν να καπνίζουν. Είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι στο τέλος θα θρηνήσουν γοερά. Εως τότε όμως ενθαρρύνει ο ένας τον άλλον. Και ο καθένας τους πιστεύει, εντελώς παράλογα, ότι ο ίδιος θα τη σκαπουλάρει. Πως θα σταθεί η εξαίρεση στον κανόνα.

Ακόμα κι όσοι απέχουν από τέτοιες συμπεριφορές έχουν πάθει με τα χρόνια μιθριδατισμό απέναντί τους. Δεν θα πλακωθώ με τον γείτονα ο οποίος εννοεί να κατεβάζει τα σκουπίδια ενώ απεργούν τα απορριμματοφόρα διότι σιχαίνομαι τους καβγάδες. Κι αν ήμουν ο γιατρός και διεπίστωνα ότι ο ασθενής με τις κυτταρικές αλλοιώσεις αγνοεί τις προειδοποιήσεις μου, θα σήκωνα –φοβάμαι –συγκαταβατικά τους ώμους…

Ως επιμύθιο, ένα παλιό ανέκδοτο που συνοψίζει όλα τα παραπάνω. Δυο φίλοι περπατούν στον δρόμο και βλέπουν πεταμένη εμπρός τους μια μπανανόφλουδα. «Αμάν! Πάλι θα πέσουμε!» λέει ο ένας στον άλλον…