Εχει δίκιο ο Πάνος Καμμένος. Οχι και να τον ρωτάνε για τις πόζες του στο Μονακό «αυτοί που παριστάνουν τους συνοδούς τέως μοντέλων για να καλύπτουν εραστές, οι τρόφιμοι σε κότερα εμπόρων ναρκωτικών και τα ψώνια της Μυκόνου που γδύνουν τις γυναίκες τους για ξαπλώστρα 3.000 ευρώ». Αλλά όλοι οι υπόλοιποι; Δικαιούνται να ρωτούν, να απορούν, να σχολιάζουν; Ή ο μόνος συνομιλητής που αναγνωρίζει ο υπουργός Αμυνας, έστω και αν απαξιοί να του απαντήσει, είναι κάποιος «Μίλτος», γνωστός (στον υπουργό) και ως «φερετζές»;

Στο μυαλό του Πάνου Καμμένου, η απάντηση φαίνεται να είναι ήδη ξεκάθαρη. Ο Καμμένος διεκδικεί το δικαίωμα να μην απολογείται πολιτικά στους πολίτες γενικά ή τους ψηφοφόρους του ειδικά. Η «δημόσια απολογία» του είναι ως έννοια άγνωστη, ο λογαριασμός του στο Twitter δεν είναι ένα μέσο επικοινωνίας αλλά μια πλατφόρμα ξεκαθαρίσματος λογαριασμών. Απέναντί του δεν αισθάνεται ότι έχει την κοινή γνώμη, αλλά έναν υπόκοσμο του οποίου ο ίδιος δείχνει να γνωρίζει πολύ καλά τη γλώσσα και τις έξεις. Ξέρει πώς ζει και πώς μιλάει.

Αλλά αυτή δεν είναι παρά μόνο η μία εξήγηση. Η άλλη είναι ότι ο ίδιος ο Καμμένος συνιστά ένα είδος πολιτικού υποκόσμου. Οτι ενσαρκώνει έναν κόσμο που από το σκοτεινό περιθώριο της κοινωνικής ζωής βρέθηκε για πρώτη φορά στον πυρήνα της πολιτικής ζωής. Κουβαλώντας ατόφια τη δική του γλώσσα, τις δικές του έξεις. Είναι κάτι που εξηγεί γιατί ο Καμμένος αδυνατεί να συνομιλήσει με όλους εμάς τους υπόλοιπους. Γιατί, ενώ τον κοιτάει να ποζάρει σαν διάνος στο Μονακό ολόκληρη η κοινωνία, για εκείνον υπάρχει μόνο ο «Μίλτος ή φερετζές».