Ο τίτλος σημαίνει στα ελληνικά «Η γη τρέμει». Και αναφέρεται στην ταινία που γύρισε το 1948 ο Λουκίνο Βισκόντι. Εκτυλίσσεται σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Σικελίας, το Ατσι Τρέτσα, οι κάτοικοι του οποίου ίσα ίσα καταφέρνουν να επιβιώσουν με τα ελάχιστα χρήματα που τους απομένουν από το ψάρεμα, όσα δηλαδή τους αφήνουν οι μεγαλέμποροι. Μια οικογένεια αποφασίζει να αντισταθεί σε αυτή την κατάσταση και να φτιάξει τη δική της επιχείρηση, βάζοντας υποθήκη το σπίτι τους, το μόνο περιουσιακό τους στοιχείο εκτός από τη βάρκα. Μέχρι που αυτήν τη βάρκα την τσακίζουν τα κύματα και η οικογένεια μένει στον δρόμο. Πικρό τέλος, χαρακτηριστικό του ιταλικού νεορεαλισμού. Ο Βισκόντι την ήθελε περισσότερο ντοκιμαντέρ, γι’ αυτό και χρησιμοποίησε ως ηθοποιούς τους κατοίκους του χωριού. Την προόριζε μάλιστα για πρώτο μέρος μιας τριλογίας. Το δεύτερο θα αναφερόταν στους ανθρακωρύχους και το τρίτο στους γεωργούς. Είχε πάρει και χρηματοδότηση από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας με τη δέσμευση να ακολουθήσει υποδείξεις τις οποίες αγνόησε όταν τα χρήματα τελείωσαν.

Θυμήθηκα την ταινία (από τις αγαπημένες μου) διότι ο τίτλος της περιγράφει παραστατικά την πολιτική κατάσταση στην Ιταλία. Και συνειδητοποίησα (για άλλη μία φορά τον τελευταίο καιρό) ότι, εβδομήντα χρόνια μετά, οι ιστορίες –όχι μόνο η Ιστορία –επαναλαμβάνονται ως φάρσες και τα όνειρα παίρνουν εκδίκηση ως εφιάλτες όμως. Το να αξιολογούνται το παρόν και το μέλλον με όρους του παρελθόντος είναι ο προθάλαμος του λαϊκισμού. Η Ιταλία σήμερα δεν έχει ανάγκη από ιταλικό νεορεαλισμό αλλά από ευρωπαϊκό ρεαλισμό. Από πότε οι ρομαντικοί που ξανοίγονται με βαρκούλες στα πέλαγα μεταλλάχθηκαν σε τσαρλατάνους; Ισως ο φυλακισμένος στο «Χρονικό του Σαν Μικέλε» των Ταβιάνι ήξερε να μας πει. Αλλά κι αυτός αυτοκτόνησε.

ΥΓ: Για την Ιστορία, ο Βισκόντι δεν έκανε ποτέ τις δύο επόμενες ταινίες με εργάτες. Μετά το «La terra trema» γύρισε το «Bellissima» με τη Μανιάνι.