Πρέπει να ήταν τέλη του 1942 ή αρχές του 1943. Δεν έχουν κρατηθεί πρακτικά –και αν κρατήθηκαν τότε, καταστράφηκαν αργότερα –γι’ αυτό και δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι πότε ακριβώς έλαβε χώρα η σύσκεψη, εικάζουμε πάντως το χρονικό πλαίσιο, όχι πολύ νωρίτερα ούτε πολύ αργότερα, διότι το πρόβλημα χρειαζόταν κάποιο εύλογο διάστημα ώστε να διαφανεί στις πραγματικές του διαστάσεις. Πρέπει επίσης να ήταν παρόντες στη σύσκεψη και κάποιοι ανώτεροι αξιωματικοί των Ες-Ες, μολονότι τη συζήτηση μονοπώλησαν μάλλον οι τεχνοκράτες, εκείνοι που αναζήτησαν και τη διέξοδο από το αδιέξοδο. Το κλίμα στη σύσκεψη πρέπει να ήταν χαλαρό, με καλαμπούρια και πειράγματα, καθώς συνηθιζόταν σε ανάλογες συσκέψεις, ως μαγικό ξόρκι ή δραστικό αντίδοτο προς το ίδιο το αντικείμενό τους.

Αντικείμενο της σύσκεψης ήταν το λίπος. Το ανθρώπινο λίπος. Είχαν γίνει λανθασμένοι υπολογισμοί για το ανθρώπινο λίπος, εάν είχαν γίνει υπολογισμοί καν. Το λίπος δεν καιγόταν όπως το υπόλοιπο σώμα και φράκαρε τα κρεματόρια. Τα κρεματόρια έμεναν εκτός λειτουργίας ώσπου να καθαριστεί το λίπος και τα πλάνα του Χάινριχ Χίμλερ, επιφορτισμένου με την πρακτική εφαρμογή της Τελικής Λύσης, έμεναν απελπιστικά πίσω. Κάτι έπρεπε να γίνει με το λίπος. Επεσαν διάφορες ιδέες στο τραπέζι, αλλά επικράτησε η πιο άμεσα υλοποιήσιμη. Θα κατασκεύαζαν ένα ειδικό αυλάκι, ώστε το λίπος να τρέχει απρόσκοπτα.

Το αυλάκι αναφέρεται στα «Μεγάλα Ρεπορτάζ» (Νάρκισσος, 2001, 2002), μια δίτομη συλλογή με ανατριχιαστικά κείμενα αυτοπτών μαρτύρων που επιμελήθηκε ο βρετανός φιλόλογος Τζον Κάρεϊ. Οταν ο εικοσιπεντάχρονος Πρίμο Λέβι οδηγήθηκε στο Αουσβιτς, δεκαπέντε μήνες πριν από τη λήξη του πολέμου, το αυλάκι έκανε ήδη μια χαρά τη δουλειά του. Την επόμενη τεσσαρακονταετία ο Λέβι θα στοιχειώσει το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό με μια συγκλονιστική τριλογία. Το 1947: «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» (Αγρα, 2009). Το 1963: «Η ανακωχή» (Μέδουσα, 1997). Το 1986: «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν» (Αγρα, 2000). Κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι εκείνος που επιβίωσε της ναζιστικής κτηνωδίας και είχε το σθένος να αναμετρηθεί επανειλημμένα στο χαρτί με τους εφιάλτες του θα αυτοκτονούσε τον Απρίλιο του 1987. Ενας άλλος επιζήσας του Ολοκαυτώματος, ο νομπελίστας Ελί Βίζελ, δήλωσε για τον θάνατο του Λέβι: «Ο Πρίμο δεν πέθανε το ’87. Πέθανε 40 χρόνια νωρίτερα».

Κατά τη διάρκεια των επτά δεκαετιών που παρήλθαν από τη δημοσίευση τού «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» ήρθαν στο φως αμέτρητες αποκρουστικές λεπτομέρειες για τη φονική ευρηματικότητα των ναζιστών (με κορυφαία ίσως τα διεστραμμένα ιατρικά πειράματα του Γιόζεφ Μένγκελε) και η ανθρωπότητα προτίμησε να τις απωθήσει, να τις κατεβάσει στο υπόγειο του συλλογικού ασυνείδητου κι εκεί να τις κλειδαμπαρώσει –για πάντα, όπως βαυκαλιζόταν. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, τον καιρό που μεταπηδούσα από την παιδική στην εφηβική ηλικία, η γενική αίσθηση ήταν πως επιστήμονες που θα μπορούσαν να καλαμπουρίζουν με τη διοχέτευση του ανθρώπινου λίπους δεν υπήρξαν ποτέ, ήταν αποκυήματα μιας νοσηρής φαντασίας, αποκαΐδια κάποιου σκοτεινού γοτθικού μύθου. Την ίδια εποχή έγινε της μόδας μια σειρά από κινηματογραφικά «ντοκουμέντα», ιταλικής συνήθως παραγωγής, που διαφήμιζαν την πραμάτειά τους ως «αυθεντική»: πραγματικές εκτελέσεις, πραγματικά λιντσαρίσματα, ένα ανθολόγιο φρικαλεοτήτων σε πραγματικό χρόνο και τόπο. Σύντομα αυτά τα «καλλιτεχνικά» υποπροϊόντα θα μπουν κάτω από την ίδια ταμπέλα, snuff films, και θα αποδειχτεί ότι σχεδόν όλα ήταν fake, κατασκευασμένα: με δόλωμα την αληθοφάνεια προσπαθούσαν να ψαρέψουν τον θεατή που δεν μπορούσε πια να ερεθιστεί με τόνους κέτσαπ, ήθελε να δει –να μυρίσει, ει δυνατόν –αληθινό αίμα. Μονάχα που το «σχεδόν» άνοιγε μια ρωγμή και στο δυσοίωνο μέλλον. Το «σχεδόν» σήμαινε ότι κάποιες ταινίες –έστω κι ελάχιστες, προς το παρόν –ήταν αυθεντικές. Κατέγραφαν αληθινά εγκλήματα. Και το χειρότερο; Εγκλήματα που δεν θα είχαν γίνει εάν οι ταινίες δεν είχαν γυριστεί. Εγκλήματα που έγιναν για τις ανάγκες του γυρίσματος.

Η νέα χιλιετία ενέταξε το μυστήριο γύρω από την αυθεντικότητα των πρωτόλειων snuff films στην ίδια κατηγορία με το εγκυκλοπαιδικό ερώτημα εάν η Τσιτσιολίνα ήταν κάποτε πράγματι μια παρθένα που μάζευε λουλούδια στο δάσος. Από τη στιγμή που και το τελευταίο κινητό τηλέφωνο ήταν ταυτόχρονα μηχανή λήψης, snuff film μπορούσε πλέον να γυρίσει κυριολεκτικά ο καθένας, αρκεί να βρισκόταν στον κατάλληλο τόπο την κατάλληλη ώρα. Το Διαδίκτυο πλημμύρισε ξαφνικά από λιθοβολισμούς και αποκεφαλισμούς in real time υποχρεώνοντας τα κινηματογραφικά στούντιο σε όλο και μεγαλύτερες δόσεις βίας, με την απόγνωση που διακατέχει όσους θεωρούν ότι η μεθαδόνη θα καταφέρει να υποκαταστήσει κάποτε την ηρωίνη. Τι να κάνεις το μαϊμού προϊόν, όταν το real thing σού προσφέρεται σε αστείρευτες ποσότητες; Παραφράζοντας τον Ντέιβιντ Λοτζ στη «Θεραπεία» (Bell, 1997), όπου έγραφε ότι ένας έφηβος τη δεκαετία του 1950 θα εκσπερμάτωνε ακαριαία με οποιοδήποτε «κατάλληλο» φιλί στην οθόνη τρεις δεκαετίες αργότερα, θα λέγαμε και ότι τα παιδιά μας σήμερα, προτού κλείσουν τα δέκα τους χρόνια, έχουν δει περισσότερες σκηνές βίας από όσες είχαμε δει εμείς στα είκοσι. Η πλημμύρα ωμοτήτων δεν προσδιορίζει μονάχα τη ψυχοσύνθεσή τους. Επανακαθορίζει το τι πραγματικά εντυπώνεται στη μνήμη τους από όσα κοιτάζουν. Πού εστιάζει το βλέμμα τους.

Ας κάνουμε ένα τεστ. Ας δείξουμε στα παιδιά μας φωτογραφίες από την επίθεση κατά του Γιάννη Μπουτάρη. Ας τα ρωτήσουμε κατόπιν εάν παρατηρούν κάτι «αφύσικο» σε αυτές τις φωτογραφίες. «Αφύσικο»; Μήπως εκείνος ο πατέρας που κρατάει την κόρη του αγκαλιά και χτυπάει ταυτόχρονα τον δήμαρχο; «Αστείο» ναι, μπορεί, όχι «αφύσικο». Ολοι οι διώκτες του δημάρχου ήταν τρόπον τινά «αστείοι» –γιατί να τους χαρακτηρίσει όμως κάποιος «αφύσικους»; Μήπως κάτι άλλο –ας επιμείνουμε –πέρα από τους διώκτες και πέρα από το θύμα; Τους φαίνεται «φυσικό», λόγου χάριν, ότι υπάρχουν πέντε οπαδοί του Λιντς και πενήντα κάμερες που καταγράφουν το λιντσάρισμα; Οτι δεν προσπαθεί κανένας από αυτούς τους πενήντα εικονολήπτες (όπως με φρίκη διαπίστωσε η Καλυψώ Γούλα, η πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, όταν έβαλε το σώμα της ασπίδα για τον δήμαρχο) να εμποδίσει τους οπαδούς του Λιντς, να μην καταγράψει το λιντσάρισμα, αλλά να το αποσοβήσει; Γιατί να τους φαίνεται «αφύσικο»; Τα παιδιά μας δεν κουβαλάνε τις δικές μας αναστολές. Προπορεύονται της εποχής τους. Πρόσω ολοταχώς. Δεν αποκλείεται με τόση ταχύτητα να διαρρήξουν τον χωροχρόνο, όμοια με τον Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, και να πέσουν πάνω στο παρελθόν. Να ανταμώσουν εκείνους τους άλλους νεαρούς που συζητούσαν αμέριμνα για το ανθρώπινο λίπος.