Το πιο απλό θα ήταν να εκλέγουμε εμείς τους ξένους ηγέτες με τους οποίους κατά καιρούς διαπραγματευόμαστε. Ετσι θα εξασφαλίζαμε ότι υπηρετούν τα δικά μας συμφέροντα και εκπληρώνουν τις δικές μας ανάγκες. Κι άμα τους βαριόμασταν ή έκαναν καμιά γκέλα, θα τους διώχναμε και θα τοποθετούσαμε άλλους στη θέση τους.

Αλλά δυστυχώς τα πράγματα δεν λειτουργούν έτσι. Μεταξύ μας μπορεί να είναι και για καλό, αφού την τοξικότητα που χαρακτηρίζει την πολιτική μας ζωή θα την εξάγαμε και στους άλλους. Εν πάση περιπτώσει, κάθε λαός εκλέγει τη δική του ηγεσία και μόνο. Εμείς την ελληνική, οι Τούρκοι την τουρκική, οι Σκοπιανοί τη σκοπιανή, οι ψευδοκύπριοι την ψευδοκυπριακή. Και όταν μεν οι ξένοι ηγέτες είναι κακοί, τα πράγματα είναι απλά: όλοι μαζί καταγγέλλουμε με μια φωνή τις ανθελληνικές προκλήσεις. Τι γίνεται όμως όταν μας προκύπτει κανένας συνομιλητής ήπιος και μετριοπαθής;

Αποσυντονιζόμαστε. Καταλαμβανόμαστε από καχυποψία. Αυτός τώρα τι θέλει από μας; Πώς μπορεί το δικό του καλό να είναι και δικό μας; Συνέβη στην Κύπρο παλιότερα με τον Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και τώρα με τον Μουσταφά Ακιντζί. Μόλις η άλλη πλευρά κάνει ένα βήμα, εμείς (δηλαδή η ελληνική πλευρά, η κυπριακή πλευρά ή και οι δύο) κάνουμε μισό. Και όταν κάνει άλλο ένα, εμείς κάνουμε πίσω. Γιατί; Επειδή στην πραγματικότητα δεν θέλουμε τον συμβιβασμό που θα οδηγήσει στη λύση. Δεν είμαστε έτοιμοι, ποτέ δεν είμαστε έτοιμοι. Πιανόμαστε λοιπόν από κάτι («ο Ακιντζί βγήκε για τσιγάρο και δεν ξαναγύρισε») και τα βροντάμε.

Το ίδιο παθαίνουμε με τον Ζόραν Ζάεφ. Ώς τώρα θεωρούσαμε τον πρωθυπουργό της ΠΓΔΜ μετριοπαθή –ή εν πάση περιπτώσει μετριοπαθέστερο από τους προηγούμενους. Και ξαφνικά, με αφορμή το Ιλιντεν, αποφασίζουμε ότι στην πραγματικότητα όλον αυτόν τον καιρό μάς έστηνε παγίδες. Αδυνατούμε να καταλάβουμε ότι υπάρχουν κι εκεί ισορροπίες που πρέπει να τηρηθούν, εθνικισμοί που πρέπει να δαμαστούν, ανασφάλειες που πρέπει να καθησυχαστούν. Η διατύπωση μιας πρότασης (έστω κακής και αντιπαραγωγικής) δεν είναι προσπάθεια ενός ισορροπιστή να εξασφαλίσει το erga omnes, αλλά τέχνασμα ενός εχθρού με σκοπό να μας τουμπάρει.

Κάπως έτσι χάνεται η μια ευκαιρία μετά την άλλη. Και τρίβουν τα χέρια τους εκείνοι που θεωρούν ότι η καλύτερη λύση είναι η μη-λύση, η καλύτερη κίνηση είναι η ακινησία, η καλύτερη πολιτική είναι η καθυστέρηση. Το ίδιο έγινε με την οικονομία, ώσπου ήρθε η πραγματικότητα να μας προσγειώσει απότομα και οι ξένοι να αναλάβουν τη σωτηρία μας, με ή χωρίς εισαγωγικά. Οι ξένοι είναι και πάλι αυτοί που πιέζουν τώρα για να βρεθεί λύση στο Μακεδονικό, επειδή αντιλαμβάνονται τη σημασία που έχει η σταθερότητα και η απόκρουση της ρωσικής επιρροής για την ανάπτυξη και το γενικότερο γαλήνεμα των Βαλκανίων.

Χάσαμε τον Ακιντζί, δεν πρέπει να χάσουμε και τον Ζάεφ.