Η κυβέρνηση ισχυρίζεται συχνά πυκνά ότι η χώρα επιστρέφει χάρις στις δικές της πολιτικές στην κανονικότητα. Μα θεωρεί πραγματικά ότι είναι κανονικό να πληρώνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες το 60% των εισοδημάτων τους σε φόρους και εισφορές; Πιστεύει αληθινά ότι μπορούν οι φορολογούμενοι να σηκώσουν ένα τέτοιο βάρος και η οικονομία να ανασάνει όταν φορολογείται τόσο άγρια η οικονομική δραστηριότητα της χώρας; Και δεν αντιλαμβάνεται ότι μια τέτοια αφαίμαξη ενθαρρύνει τη φοροδιαφυγή και ενισχύει την παραοικονομία;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά. Οι κυβερνώντες γνωρίζουν πολύ καλά πως η οικονομία ασφυκτιά με μια τέτοιου μεγέθους υπερφορολόγηση και ότι η ασφυξία αυτή σημαίνει μικρότερη ανάπτυξη και επομένως λιγότερες θέσεις εργασίας. Η υπερφορολόγηση, με άλλα λόγια, δεν υπακούει σε κάποια ανάγκη της οικονομίας. Συνιστά, αντίθετα, μια καθαρά πολιτική επιλογή, στόχος της οποίας είναι η δημιουργία πλεονασμάτων που θα επιτρέψουν στην κυβέρνηση να εμφανιστεί γενναιόδωρη με ορισμένες κατηγορίες ψηφοφόρων. Το ζητούμενο φυσικά δεν είναι η αναδιανομή του πλούτου. Είναι η δημιουργία εκλογικής πελατείας.

Πρόκειται ωστόσο για μια κοντόφθαλμη πολιτική. Μια πολιτική που δεν ενδιαφέρεται για το μέλλον και δεν διδάσκεται από το παρελθόν. Γιατί ποτέ στο παρελθόν η προεκλογική γενναιοδωρία, και μάλιστα με πολύ πιο πλουσιοπάροχα πακέτα από αυτά που θα μπορέσει να προσφέρει η ίδια σήμερα, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα στην κάλπη. Οι πολίτες αποστρέφονται αυτού του τύπου την πολιτική –την πολιτική με χάντρες και καθρεφτάκια. Κι ακόμη περισσότερο, όταν ξέρουν πως έχουν πληρώσει οι ίδιοι τις χάντρες πάρα πολύ ακριβά.