Η «Γειτονιά των καταφρονεμένων» είναι ένα αριστούργημα του Ακίρα Κουροσάβα που γύρισε το 1970. Είναι ένα έργο με παράλληλες μικρές, σκληρές ιστορίες που διαδραματίζεται σε μια παραγκούπολη, στον σκουπιδότοπο. Τα χαρούμενα ποπ χρώματα των βουνών, των κοιλάδων, των μονοπατιών, των λεωφόρων σκουπιδιών φωτίζουν το απόλυτο κοινωνικό σκοτάδι.

Σε μια προσφυγική παραγκούπολη, στις παρυφές των Πετραλώνων, γυρίστηκε εννιά χρόνια νωρίτερα απ’ την ταινία του Κουροσάβα, η «Συνοικία το Ονειρο», το νεορεαλιστικό δοκίμιο του Αλέκου Αλεξανδράκη. Περίεργες μαρτυρίες. Ο Κουροσάβα εργάστηκε πάνω στα ανθρώπινα σκουπίδια στο περιθώριο της εκρηκτικής βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης της Ιαπωνίας. Ο μεγάλος σκηνοθέτης τα χρησιμοποίησε για να μιλήσει πάνω στα δομικά προβλήματα προσανατολισμού της μεταπολεμικής Ιαπωνίας, είτε τη μεσαιωνική ιστορία είτε την «κατοίκηση» του περιθωρίου (να σημειώσουμε πέρα απ’ το έργο αναφοράς και το λασπερό νεορεαλιστικό νουάρ «Μεθυσμένος άγγελος» του 1948, εκτός απ’ τις μεγάλες ιστορικές ταινίες «Ρασομόν», «Γιοσίμπο», «Καγκεμούσα», και το ανακεφαλαιωτικό και αναστοχαστικό «Ραν»). Η ιστορία χρησιμοποιήθηκε ως εύπλαστος τόπος προβολής των συλλογικών καθηλώσεων, των διλημμάτων, των ψυχώσεων, των επιθυμιών. Το πέραν της πόλης, το πέραν της νομιμότητας, το εκείθεν κάθε κανονιστικού πλαισίου επίσης προσφέρθηκε δραματικά. Η ηττημένη και επανιδρυόμενη μεταπολεμική ιαπωνική πραγματικότητα ανασυνέθετε τις πολλαπλές αντιφάσεις μέσα απ’ τον καλπάζοντα ιαπωνικό βιομηχανικό καπιταλισμό, που μαζί με την εκλαϊκευμένη παραγωγή αγαθών (μοτοσικλετών, αυτοκινήτων, ηλεκτρικών ειδών κ.λπ.) συγχρόνως παρήγε μια εκτεταμένη επικράτεια απορρίμματος, υλικού, κοινωνικού, ανθρώπινου, διοργάνωνε απορία.

Ο Αλεξανδράκης, απ’ την άλλη, μεταχειρίστηκε την παραγκούπολη ως τον φυσικό και εδραίο χώρο που, όμως, στοιχειοθετεί το εύθραυστο όνειρο. Ολοι οι ήρωές του προσπαθούν να επιταχύνουν, να δραπετεύσουν απ’ την αθλία μοίρα. Η καημένη πόρνη, υποδυόμενη την κόρη στρατηγού, συναναστρέφεται τους αστούς, επιδιώκοντας μάταια την έξοδο απ’ το γούπατο, απ’ το βύθισμα της γενέθλιας αθλιούπολης. Η Αλέκα Παΐζη δείχνει στον σύζυγό της το οικόπεδο στο ύψωμα όπου θα κτίσουν το σπιτάκι τους (ο περίλυπος σύζυγος έχει ήδη ενεχυριάσει και χάσει το κόσμημα που θα εξασφάλιζε την απόκτηση του οικοπέδου, την άνοδο στο ύψωμα, στον ουρανό). Ο ίδιος ο κεντρικός ήρωας της ταινίας προσπαθεί να σχεδιάσει το μεγάλο κόλπο, για να καταλήξει σε μια μεθυσμένη κατάπτωση. Μια στρατηγική «εξόδου» διατρέχει το έργο με τις μάταιες και ανατρεπόμενες προσπάθειες όλων των ηρώων να παραβιάσουν την πάμπτωχη μοίρα. Το έργο τελειώνει με το πέταγμα του χαρταετού, την ιδιόρρυθμα αισιόδοξη εθνική μας άνοδο, σε κάποιον ουρανό.

Υπολείμματα της παραγκούπολης των Πετραλώνων υπάρχουν ακόμα, εντός της αρχαίας Κοίλης, σχεδόν απέναντι απ’ την εργατική «πολυκατοικία του Ασυρμάτου» του 1967, που σχεδίασε η Ελλη Βασιλικιώτη. Η απόπειρα να απαντήσει ευφρόσυνα και ορθολογικά η σύγχρονη πόλη στην παραγκούπολη, στο ίδιο το ιδεολογικό και χωρικό περιθώριο που οι εθνικές και εμφύλιες καταστροφές επισώρευσαν, παραμένει εκκρεμής. Η Ιαπωνία πραγμάτωνε το άλμα, η Ελλάδα κυρίως το φαντασιώνονταν. Φωτίζουν οι μαρτυρίες της τέχνης και της αρχιτεκτονικής ολόκληρο το πρόβλημα ταυτότητας, οικονομίας, παραγωγής, κουλτούρας.

Ο Δημήτρης Σεβαστάκης είναι βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Νομού Σάμου και πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής