Είναι γνωστό το τι κοινό υπάρχει μεταξύ ενός τρένου και μιας ντομάτας: και τα δυο δεν ξέρουν ποδήλατο. Οπως το κοινό που υπάρχει μεταξύ ενός Ιάπωνα και ενός Σουηδού είναι το ότι δεν τυγχάνουν Ινδιάνοι –εν πάση περιπτώσει, με αυτή την ανεκδοτολογική, σαλταδόρικη λογική και με αβάσταχτη ελαφρότητα γίνονται πλέον οι συζητήσεις περί διαφορετικότητας: ακούσαμε πάλι προχτές τη βαρετή λέξη να την λένε οι σχολιαστές περί της Νέτα στη Γιουροβίζιον: μίλησαν για διαφορετικότητα. Πού την είδαν; Στο ότι το κορίτσι είναι ευτραφές, έχει κωμική φλέβα, ή στο ότι δεν είναι ποικιλία αντιγράφου της Φουρέιρα και άλλων γυναικών με υποχρεωτικά ανάλογο σωματότυπο; Το να μιλάς για διαφορετικότητα, επειδή κάποιος είναι ολίγον ή πολύ χοντρός, είναι σαν αν αποδέχεσαι πως υπάρχει πρότυπο, καλούπι, υπόδειγμα και όποιος δεν το επαληθεύει είναι διαφορετικός, που είναι ο ευφημισμός για τις λέξεις του Παπαδιαμάντη «σημαδιακός κι αταίριαστος».

(Ιδού ένα ωραίο θέμα συζήτησης: Γιουροβίζιον και Παπαδιαμάντης).

Καταρχήν να πούμε το βασικό, ριζικό κι αλύγιστο: ότι όλοι, άπαντες, απαξάπαντες, είμαστε διαφορετικοί εκ γενετής. Απολύτως και εγγενώς αλλιώτικοι από οποιονδήποτε, και είναι απορίας άξιο γιατί ενώ αυτό είναι γνωστό σε όλους και ανάλλαχτο, συνεχίζουμε να μιλάμε για «διαφορετικότητα», που έτσι και αλλιώς υφίσταται πάντα κι αναπόφευκτα όσον αφορά τα σωματικά, πνευματικά και οντολογικά δεδομένα του καθενός μας. Οπότε οι έγχρωμοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι νοικοκύρηδες, οι πρόσφυγες, οι χοντροί, οι αδύνατοι είναι διαφορετικοί μόνο κατ’ επίφαση, αλλά κατά βάθος είναι διαφορετικότατοι, άγαν αλλιώτικοι, μοναδικός ο καθείς, από DNA. Ισως σε υπέρτατο βαθμό διαφορετικό και ασύγκριτα μοναδικό είναι μόνο το σπάνιο κάλλος, σαν τον νεαρό Μέβη του Καβάφη: «Είπα στην Αντιόχεια. Μα και στην Αλεξάνδρεια, μα και στην Ρώμη, ακόμα, δεν βρίσκεται ένας νέος εράσμιος σαν τον Μέβη».

Συνήθως λέει κάποιος σέβομαι τη διαφορετικότητα, λόγω της τρομοκρατίας ενός αφελούς κορέκτ, που διακρίνει το αλλιώτικο μόνο σε επιφανειακά χαρακτηριστικά, ερωτικές προτιμήσεις, εθνικότητες, θρησκείες, και τα λοιπά –όμως από γεννησιμιού του ο καθείς μας είναι και μια μοναδική κόλαση από μόνος του. Είτε φαίνεται έτσι είτε αλλιώς, η ίδια του η υπόσταση είναι αποκλειστική, ανεπανάληπτη κι αδιάδοχη.

Βέβαια διάφοροι που υποδύονται ότι «σέβονται τη διαφορετικότητα» την ίδια στιγμή μισούν τους άλλους ταξικά, ιδεολογικά, ερωτικά, αθλητικά – οπαδικά, αισθητικά, και σε μύριες άλλες εκδοχές –αλλά παριστάνουν ταυτόχρονα τους ορθοφρονούντες. Πώς είσαι όμως κορέκτ και υποστηρίζεις ότι αγαπάς (δήθεν) τους πρόσφυγες εφόσον οι πρόσφυγες είναι μια κατ’ επίφαση, επικαιρική κατηγοριοποίηση (αλλά ο καθείς τους απολύτως, οντολογικά διαφορετικός) κι επιπλέον όταν λες για συμπατριώτες σου διαφορετικής άποψης «ποτέ μ’ αυτούς»; Και πώς απ’ την άλλη δέχεσαι πως οι γονείς, όταν είναι κορέκτ με την κοινή άποψη, είναι σωστοί για οικογένεια, ενώ δεν είναι τα ομόφυλα ζευγάρια –και πώς ξέρουμε πως ένα φυσιολογικό ερωτικά (υποτίθεται φυσιολογικό) ζευγάρι δικαιούται να κάνει ή να υιοθετεί παιδιά, ενώ ένα ομόφυλο όχι –ενώ κάθε περίπτωση είναι απολύτως ξεχωριστή και οι κατηγοριοποιήσεις όλες έωλες; Εφόσον η βαθύτερη, πραγματική υπόσταση του καθενός δεν είναι το αν αρέσει ερωτικά τους άνδρες, ή τις γυναίκες, (ή, και τα δυο), αλλά αν αποδειχτεί στην πράξη ότι θα μεγαλώσει σωστά ένα παιδί –αλλά, πάλι, ποιο είναι το σωστό και βέβαια είναι και θέμα παιδιού το οποίο είναι κι αυτό μια μοναδικότητα. Δεν υπάρχουν παιδιά, αλλά ένα παιδί, πάντα, ξεχωριστό, διαφορετικό από όλους μας. Μοναδικό. Και το «ανατρέφω σωστά» ποιος το ορίζει; Με ποια κριτήρια; Αν υιοθετήσεις δυο παιδιά και το ένα είναι Κατσίκης και το άλλο Μότσαρτ, ποια θα είναι η ορθή διαπαιδαγώγηση;

Στους αρχαιοέλληνες υπήρχε μια ολόκληρη φιλοσοφία και διαρκής συζήτηση περί της εκπαίδευσης (απ’ τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη ώς τον Πρόκλο του 5ου μ.Χ. αι.,) με βάση το αξιακό σύστημα της εποχής –αλλά τώρα τι εννοούμε «σωστή ανατροφή παιδιού»; Κανείς δεν ξέρει. Μιλάμε αφηρημένα, χωρίς πρότυπα, με αυθαίρετες ομαδοποιήσεις, με δήθεν αυτονόητα και ο καθείς πουλάει το ιδεολόγημά του είτε τρομοκρατημένος απ’ το κορέκτ, είτε για να είναι in, είτε ψηφοθηρικά, είτε από δήθεν, είτε γιατί δεν έχει τα κότσια μια άλλης άποψης, είτε τρέχα γύρευε. Δεν ξέρουμε γιατί συζητάμε και τι εννοούμε. Μιλάμε για παιδιά εκτός παιδιάς.

Εμείς είμαστε οι ήδη προβληματικοί και όχι τα τέκνα που θα μεγαλώσουν με στρέιτ, ή ομόφυλους γονείς οι οποίοι εξάλλου είναι μια ελαχιστότατη μειοψηφία. Και πάμε, εμείς, ως υποτιθέμενοι νορμάλ (το πού κατάντησε η χώρα δεν είναι θέμα ομοφύλων ζευγαριών) να αποφασίσουμε για τα παιδιά του μέλλοντος. Αυτό κι αν είναι τραγικά ευτράπελο –εξάλλου τα παιδιά δεν είναι μηχανιστικά παράγωγα των γονέων. Καθένα έχει, σε μέγα βαθμό, ενύπαρκτη τη μοίρα του μέσα στον ίδιο του τον εαυτό –γι’ αυτό και τραγουδάει ο Μπρασένς: «Είδες γέρο μαλάκα; Και νέος μαλάκας ήτανε». Κι αυτή η ιδιότητα που προσφωνείται αφειδώς εν Ελλάδι, καθημερινά και παντού, σχεδόν αδιακρίτως, περίπου ως προτέρημα, μήπως δημιουργεί μια νέα (και παλιά), βάσει ομαδοποίησης, διαφορετικότητα; (Τι λέξη κι αυτή…).

Τα πράγματα έχουν μπλέξει αξεδιάλυτα. Θα χρειαστεί μια νέα, ή παλιά, σωκρατική μέθοδος συζήτησης (γνωσιοθεωρία) για να βγάλουμε άκρη. Μέχρι τότε η διαφορετικότητα, η διαφοροποίηση, τα σπαστά διαφορικά και οι διάφοροι θα νομοθετούν ερήμην στόχου και πρόθεσης περί κάποιας αφηρημένης ανατροφής και ακόμα πιο αφηρημένης αγάπης –η αγάπη (που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι και ποιες οι χρήσιμες δοσολογίες της) αποτελεί συνήθως καλό, αλλά ενίοτε κι εξίσου επικίνδυνο συναίσθημα. (Την σκότωσα γιατί την αγαπούσα).

Είναι βέβαιο πως ο εκάστοτε Κατσίκης δεν ξέρει τι λέει, αλλά δεν είναι απολύτως σίγουρο πως οι υπόλοιποι ξέρουμε τι λέμε και τι ακριβώς εννοούμε. Πάντως, υπάρχει μια διαφορετικότητα…