Τώρα πια ξέρουμε τι σε τι κόσμο θα ήθελε να ζήσουν τα παιδιά μας. Σε έναν κόσμο σαν κι αυτόν που θα ζήσουν τα παιδιά του: σε ένα ευρύχωρο σπίτι μακριά από τους θορύβους της πόλης, με έναν τεράστιο κήπο και μια ωραία πισίνα. Ο Πάμπλο Ιγκλέσιας δεν είναι ανακόλουθος από αυτήν την άποψη. Το σπίτι ή «βίλα» ή «σαλέ» που αγόρασε για μισό εκατομμύριο ευρώ είναι γι’ αυτόν ό,τι ήταν και η πρώτη θέση του τρένου με το οποίο ταξίδεψε ο Λένιν από τη Ζυρίχη στη Μόσχα. Ολοι θα έπρεπε να ταξιδεύουν στην πρώτη θέση, είχε πει εκείνος. Ολα τα παιδιά θα έπρεπε να μεγαλώνουν σε τέτοια σπίτια. Ο Ιγκλέσιας δεν θα στεγάσει ένα μικροαστικό όνειρο εκεί. Θα μεγαλώσει τα δίδυμα που περιμένει η σύντροφός του, χαρισματικό παιδί του κόμματος κι αυτό, επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας των Podemos, σε έναν καλύτερο κόσμο.

Πρόβλημα όμως υπάρχει. Και βρίσκεται στο γεγονός ότι ο Ιγκλέσιας χρησιμοποίησε τον πολιτικό του ρόλο για τον προσωπικό του προσπορισμό.

Αίφνης όλα μοιάζουν να υπακούουν σε αυτόν τον στόχο –τον στόχο μιας τρυφηλής ζωής: πρώτα ο παθιασμένος, ασυμβίβαστος, επαναστατικός λόγος κι έπειτα η κοτσίδα, το πουκάμισο με τα σηκωμένα μανίκια, το τζιν, τα αθλητικά παπούτσια. Δεν είναι πια του κάζουαλ, αντισυμβατικό ντύσιμο του ανθρώπου που δεν νοιάζεται για τα λούσα. Είναι μια στολή εργασίας. Είναι ό,τι είναι για τον χρηματιστή το κοστούμι με την γραβάτα και για τον ποδοσφαιριστή η φανέλα της ομάδας. Είναι ο ενδυματολογικός κώδικας της επαναστατημένης αριστεροφροσύνης. Μ’ αυτά τα ρούχα έχτισε καριέρα ο Πάμπλο Ιγκλέσιας. Και χωρίς αυτά θα ρίχνει μόνο τις βουτιές του στην πισίνα.