Εχουμε ακούσει αμέτρητες φορές, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραιτήτως και ότι το έχουμε εμπεδώσει, πως ο εκλογικός νόμος που ισχύει σήμερα, το κοστούμι που θα φορέσουμε στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση, είναι κομμένος και ραμμένος πάνω σε άλλον σωματότυπο, αφορά άλλες εποχές και άλλες καταστάσεις. Αληθεύει. Το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής με το ληστρικό μπόνους των 50 εδρών για το πρώτο κόμμα, ακόμη και με μία ψήφο διαφορά από το δεύτερο, διευκολύνει να σχηματιστεί κυβέρνηση σε καιρούς που υπάρχουν ισχυρά κόμματα, από εκείνα που χτυπάνε σαραντάρια στην καθισιά τους, και αχρηστεύει κάθε υστεροβουλία από τα μικρά κόμματα, σε περίπτωση που τα τελευταία θελήσουν να εκμεταλλευτούν την έλλειψη δεδηλωμένης (151 βουλευτές στο δικό μας Κοινοβούλιο) προκειμένου να επιβάλουν εκβιαστικά τους δικούς τους όρους και τη δική τους ατζέντα. Οταν όμως υπάρχουν λυμφατικά κόμματα, μισερά –κάτω από 30%, πόσω μάλλον κάτω από 20% –το πλεονέκτημα της ενισχυμένης αναλογικής μετατρέπεται αυτομάτως σε μειονέκτημα και αντί να διευκολύνει την κυβερνησιμότητα, διευκολύνει τις τερατογενέσεις. Μην πάτε μακριά. Αναλογιστείτε πως το σημερινό αριστεροακροδεξιό κυβερνητικό μόρφωμα, έτσι και συνυπολογίσετε την τεράστια αποχή (το 43,45% του εκλογικού σώματος δεν προσήλθε στις κάλπες τον Σεπτέμβριο του 2015), το έχει ψηφίσει μονάχα ο ένας στους πέντε ψηφοφόρους.

Ολα τα παραπάνω μπορούν εύκολα να συνοψιστούν στο ακόλουθο αξίωμα: με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο στην Ελλάδα δεν μπορεί να σχηματιστεί κυβέρνηση χωρίς το πρώτο κόμμα. Είναι ένα δυσάρεστο αξίωμα, θίγει τις ευαίσθητες χορδές κάθε δημοκρατικού πολίτη, το απεριόριστο των επιλογών του, αλλά οφείλουμε να συμφιλιωθούμε με αυτό, όπως οφείλουμε να συμφιλιωθούμε και με τον μάξιμουμ χρόνο που μπορούμε να κρατήσουμε την αναπνοή μας κάτω από το νερό ή με την πιθανότητα να πέσουμε από αεροπλάνο χωρίς αλεξίπτωτο και να προσγειωθούμε στα πούπουλα. Ετσι έγινε το 2012 (με τη Νέα Δημοκρατία), έτσι έγινε και το 2015 (με τον ΣΥΡΙΖΑ). Μπορεί να βγάζουμε φλύκταινες με τη Νέα Δημοκρατία ή να αναγουλιάζουμε και μόνο στο ενδεχόμενο να ξαναδούμε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση για τους επόμενους δυο – τρεις αιώνες, μα όποιο από τα δύο κόμματα πάρει την πρωτιά, θα το φάμε στη μάπα θέλουμε – δεν θέλουμε. Σκληρός νόμος, αλλά νόμος. Dura lex sed lex. Σε όλα μάς πρόλαβαν οι σπασίκλες οι Ρωμαίοι.

Κάπου εδώ σκάει μύτη στη σκηνή το Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ), με μια έπαρση που δεν προσιδιάζει στο μικρό του δέμας, αλλά –ειδικά εμείς οι κοντοί –την κατανοούμε απολύτως. Το ΚΙΝΑΛ δηλώνει ευθαρσώς ότι διατηρεί το δικαίωμα επιλογής κυβερνητικού εταίρου για την επομένη των εκλογών και κανένας δεν θα το υποχρεώσει να αποκαλύψει προεκλογικά ποιον από τους δύο αντιπαθείς προτιμάει περισσότερο. Σεβαστό πλην αναληθές. Για την ακρίβεια, η σθεναρή δήλωση του ΚΙΝΑΛ εμπεριέχει αλήθεια και ψέμα σε ίσες δόσεις. Το ΚΙΝΑΛ μπορεί πράγματι να επιλέξει –και αλίμονο αν δεν μπορούσε –με ποιον θα πάει και ποιον θα αφήσει, αλλά δεν μπορεί και να επιλέξει κυβερνητικό εταίρο της αρεσκείας του. Μπορεί να επιλέξει εταίρο, αλλά δεν μπορεί να επιλέξει κυβερνητικό εταίρο. Εάν ο εταίρος που θα επιλέξει δεν είναι το πρώτο κόμμα, το ΚΙΝΑΛ και ο εταίρος του δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουν τη δεδηλωμένη και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση. Θα πρέπει να ξαναπάμε σε εκλογές –με αναλογικότερο εκλογικό σύστημα αυτή τη φορά και ασυγκρίτως πιο δύσκολο (και οικονομικά πιο δυσβάσταχτο) τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η δημοκρατία, ναι, δεν έχει αδιέξοδα. Ούτε και ανώδυνες διεξόδους.