Κανονικά –δηλαδή, σύμφωνα με τον νόμο που αυτή η κυβέρνηση εισηγήθηκε και αυτή η Βουλή έχει ψηφίσει –οι συνταξιούχοι θα έπρεπε να ξέρουν ήδη ποια είναι η προσωπική διαφορά που προκύπτει από τον επανυπολογισμό της σύνταξής τους. Το ποσό θα έπρεπε ήδη να αναγράφεται στο ενημερωτικό σημείωμα που τους ταχυδρομείται κάθε μήνα. Θα έπρεπε, σύμφωνα με τον νόμο, να γνωρίζει κάθε συνταξιούχος, από τώρα, ποια θα είναι η νέα, η επανυπολογισμένη σύνταξη και ποια είναι η προσωπική διαφορά, την οποία θα συνεχίσει να εισπράττει φέτος, αλλά από την Πρωτοχρονιά του 2019 θα χάσει. Αυτό προβλέπει ο νόμος. Το αρμόδιο υπουργείο, όμως, αποφάσισε να απαλλάξει τον συνταξιούχο από αυτό το άκαιρο μαρτύριο. Γιατί να στενοχωριέται κανείς πριν από την ώρα του; Ο υπολογισμός της προσωπικής διαφοράς, ως αρμοδίως ανεκοινώθη, θα κοινοποιηθεί στους ενδιαφερομένους αφού πρώτα τη διαπιστώσουν στο ΑΤΜ της τράπεζας. Η ενημέρωση αναβάλλεται για την Πρωτοχρονιά του 2019.

Αυτή η επιτήδεια χρονική μετάθεση της εφαρμογής του νόμου είναι που επιτρέπει σε πολιτικάντηδες της ανελοποιημένης Αριστεράς να περιφέρουν, αυτές τις μέρες, σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις μια «δημιουργική ασάφεια», που θα έλεγε και ο αείμνηστος Βαρουφάκης. Να ισχυρίζονται πως μπορεί και να μην κοπούν οι συντάξεις, πως μπορεί και να μην εφαρμοστεί ο νόμος ή ακόμη πως, σε μια παραλλαγή του θαύματος στον εν Κανά γάμο, ο επανυπολογισμός μπορεί να φέρει αύξηση αντί για μείωση στη σύνταξη.

Τους πιστεύει κανείς; Μην πάρετε όρκο πως όχι. Οι τεχνικοί της εξουσίας ξέρουν, όπως ξέρουν και οι γιατροί και άλλοι, λιγότερο ευγενείς κλάδοι, πως, εν αμφιβολία, ανάμεσα σε μια αισιόδοξη και μια απαισιόδοξη πρόβλεψη για το μέλλον τους, οι άνθρωποι τείνουν συνήθως να πιστεύουν την πιο αισιόδοξη. Και, κάπως έτσι, γλιστράμε ήδη πίσω στη γνώριμη μα και τόση ευχάριστη χώρα του ποτέ ποτέ, τη χώρα της «αυταπάτης».

Μόνο που δεν υπάρχει δωρεάν εισιτήριο για αυτό το ταξίδι. Το τίμημα το πληρώνει ήδη ο Ευκλείδης Τσακαλώτος στην εν εξελίξει διαπραγμάτευση. Θα το πληρώσουμε και ως χώρα, ξανά, πολύ γρήγορα.

Πού βρισκόμαστε; Ο χρόνος πιέζει, η τελευταία αξιολόγηση πριν από την έξοδο από το Μνημόνιο πρέπει να ολοκληρωθεί μέχρι τα τέλη Μαΐου και τα 83 στα 88 προαπαιτούμενά της παραμένουν εκκρεμή. Η Ελλάδα εξασφάλισε ήδη μια μεταχείριση διαφορετική από ό,τι οι άλλες χώρες που βγήκαν από τα δικά τους δανειακά προγράμματα. Η Ελλάδα δεν είναι Πορτογαλία, πολύ περισσότερο Ιρλανδία, ούτε βέβαια Κύπρος –διαμηνύουν οι θεσμοί. Για την Ελλάδα η μεταμνημονιακή εποπτεία θα είναι κορσές στενός, «ενισχυμένος». Και ο μηχανισμός της μελλοντικής ελάφρυνσης του χρέους δύσκολα θα συμφωνηθεί να είναι, όπως θα έπρεπε, αυτόματος. Το πιθανότερο είναι να συνδέεται με όρους, άρα και με «πολιτική» αξιολόγηση της εφαρμογής τους. Αυτό είναι το τίμημα της δυσπιστίας. Οχι απέναντι στη χώρα, μα απέναντι στο πολιτικό της προσωπικό, δοκιμασμένο πια σε όλες τις παραλλαγές του.

Το στοίχημα, για τη χώρα, θα έπρεπε να είναι να διαψεύσουμε αυτήν τη δυσπιστία. Μα να που σε αυτή την τελευταία πράξη του δράματος όλα μοιάζουν να γίνονται χειρότερα.

Παράδειγμα, τα μέτρα «αποκομματικοποίησης της Δημόσιας Διοίκησης», που εφαρμόζονται ως πρόσχημα για την εγκατάσταση μιας νέας εκδοχής κομματικά υποταγμένης ιεραρχίας, στην κορυφή του ίδιου πελατειακού κράτους, με τα ίδια χούγια, αλλά με άλλο πολιτικό πρόσημο. Παράδειγμα, η συστηματική καλλιέργεια μιας παλιομοδίτικης πολιτικής έντασης, που διαψεύδει την προσδοκία πως η χώρα, που μπήκε δίχως συναίνεση στη μνημονιακή της περιπέτεια και γι’ αυτό την πλήρωσε ακριβότερα από τους άλλους, θα θωρακίσει τουλάχιστον με μια ευρύτερη συναίνεση την έξοδό της από αυτήν. Παράδειγμα, το πιο εύληπτο από όλα, και το πολιτικάντικο παιχνίδι με τις συντάξεις.

Τελικά, όσο πιο δυνατά μιλάμε για «καθαρή έξοδο» τόσο περισσότερα λερωμένα και άπλυτα έρχονται στο φως για να τη διαψεύσουν.

Θα μπορούσαμε, παρ’ όλα αυτά, να ελπίζουμε σε μια παραλλαγή του πορτογαλικού σεναρίου. Στην Πορτογαλία, θυμίζω, αφού ολοκληρώθηκε επιτυχώς, σε τρία χρόνια, η εφαρμογή του ενός και μοναδικού Μνημονίου, οι εκλογές ανέδειξαν μια κυβέρνηση προοδευτική, κυβέρνηση μειοψηφίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος, με την κοινοβουλευτική στήριξη των δύο κομμάτων της Αριστεράς. Η οποία κέρδισε ένα δύσκολο στοίχημα. Εχει την εμπιστοσύνη των αγορών, τηρεί απαρέγκλιτα τις μεταμνημονιακές, δημοσιονομικές υποχρεώσεις, μα ταυτόχρονα βρίσκει χώρο να επαναφέρει, αργά, προσεκτικά, κάποιες από τις μνημονιακές περικοπές στις συντάξεις και στους μισθούς, τονώνοντας την εσωτερική ζήτηση και ενισχύοντας έτσι την ανάκαμψη μιας οικονομίας που είχε θεμελιώσει την αντοχή της στην εξωστρέφεια και τη μεγάλη ενίσχυση των εξαγωγών της.

Γιατί όχι κι εμείς;

Μα γιατί εξακολουθούμε να τα κάνουμε όλα διαφορετικά από τους Πορτογάλους. Ποια είναι η διαφορά; Εκείνοι έκαναν όλα τα δυσάρεστα –προσυπέγραψαν συναινετικά το Μνημόνιό τους, αρνήθηκαν να ζητήσουν ποτέ επαναδιαπραγμάτευσή του, τελείωσαν όλες τις αξιολογήσεις στην ώρα τους, χωρίς μάλιστα να εισπράξουν την τελευταία δόση, τήρησαν τις μεταμνημονιακές υποχρεώσεις και περίμεναν δύο χρόνια πριν αρχίσουν να διορθώνουν μνημονιακά ημαρτημένα –με έναν βασικά στόχο: να μην κλονιστεί η διεθνής εμπιστοσύνη στη χώρα. Εκείνοι, δηλαδή, υπέταξαν το πολιτικάντικο ένστικτο στο κοινό συμφέρον. Ενώ εμείς, από το Ζάππειο ώς την κάτω πλατεία κι από το σχίσιμο του Μνημονίου τότε ώς τις συντάξεις τώρα, εξακολουθούμε να υποτάσσουμε το γενικό συμφέρον στο ακαταμάχητο, στο βασικό πολιτικάντικο ένστικτο. Ο καθείς και η μοίρα του…